ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Δευτέρα, Απριλίου 30, 2018

π. Ἰωνᾶς Μοῦρτος - Οἱ συνέπειες τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ στὴν καθημερινὴ ζωή

Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ πιὸ σημαντικὸ μήνυμα στὴ ζωή μας. Ἂς προσπαθήσουμε νὰ τὸ δοῦμε ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν θεολογικὴ - θρησκευτική του πλευρά, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ὀπτικὴ γωνία τοῦ κοινοῦ, τοῦ καθημερινοῦ ἀνθρώπου.
Ὅπου καὶ νὰ κοιτάξω στὴν ζωή μου βλέπω τὸν θάνατο νὰ παραμονεύει. Πρῶτα-πρῶτα ὅλοι ξέρουμε ὅτι εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει τὸν τελευταῖο λόγο, ὁ τελικὸς νικητής. Τὸ ξέρει καὶ τὸ ξέρουμε ὅτι δὲν θὰ τοῦ ξεφύγουμε στὸ τέλος.
Στὸ διάβα στῆς ζωῆς μου βιώνω πολλοὺς θανάτους πρὶν ἀπὸ τὸν τελικό. Τὸ θάνατο τῶν ἐλπίδων μου καὶ τῶν προσδοκιῶν μου γιὰ μιὰ καλλίτερη ζωή. Τὴν ἀποτυχία πολλῶν σχεδίων. Ἡ ζωή μας εἶναι τόσα ὄνειρα, τόσες ὡραῖες προσδοκίες, ἀλλὰ οἱ πιὸ πολλὲς πεθαίνουν, δὲν πραγματοποιοῦνται, καὶ τελικὰ ἀφήνουν τὴν πίκρα, ἢ τὴν δικαιολογία τῆς συνθηκολόγησης, ὅτι ἔτσι εἶναι ἡ ζωή.
Τὸν διακρίνω νὰ ἀρχίζει νὰ ροκανίζει τὴν δύναμή μου, τὴν νιότη μου, πιὸ πολὺ τὴν διανοητική μου ἱκανότητα. Προσπαθεῖ νὰ σβήσει τὴ μνήμη μου. Ἀσπρίζει τὰ μαλλιά μου. Δὲν μὲ ἀφήνει νὰ βλέπω τὸν κόσμο.
Πολλὰ θὰ μποροῦσα νὰ πῶ ἀλλὰ ἴσως δὲν χρειάζεται, ὅλοι μας ξέρουμε πῶς εἶναι τὸ ἄσχημο πρόσωπο τοῦ θανάτου (Χεμινγουέι). Καὶ ἂν πεῖ κανείς, δὲν μὲ νοιάζει μπορῶ νὰ τὸν κοιτάζω κατάματα, μὲ περιφρόνηση καὶ εἰρωνεία, καὶ νὰ τὸν φτύσω καταπρόσωπο τὴν ὥρα ποὺ θὰ μοῦ παίρνει τὴ ζωή, θὰ τὸ καταλάβαινα, ξέρω τί θὰ πεῖ νὰ πεθαίνεις μὲ ἀξιοπρέπεια τουλάχιστον, ὁ Ἀλμπὲρ Καμὺ τὸ ἐξέφρασε τόσο ὄμορφα, ὅμως καὶ πάλι μὲ νικᾶ.
Ὁ θάνατος αὐτῶν ποὺ ἀγαπῶ εἶναι πιὸ ὀδυνηρός. Πῶς θὰ ἀντέξω νὰ πεθαίνει ὅτι ἀγάπησα; Πόσο ὀδυνηρὸ εἶναι νὰ πεθαίνουν τὰ λουλούδια, νὰ πεθαίνει κάθε ὀμορφιά! Πολὺ περισσότερο εἶναι τρομερὸ νὰ πεθαίνει τὸ πρόσωπο ἢ τὰ πρόσωπα ποὺ ἀγαπῶ. Ὅτι ἀγαπῶ εἶναι αὐτὸ ποὺ στοιχειοθετεῖ τὴν ζωή μου. Εἶναι αὐτὸ ποὺ τῆς δίνει νόημα. Ἡ ζωή μου εἶναι μιὰ σχέση. Τελικὰ ὁ ἄλλος ἢ ἡ ἄλλη εἶναι ἡ ζωή μου. Ἡ φιλοσοφία τὸ λέει τόσο ὡραία. 
Ἡ ζωή μου εἶναι μιὰ σχέση ἕνας διαρκὴς διάλογος μὲ τὸν ἄλλο. Ἀκόμα καὶ ἡ σκέψη δὲν εἶναι παρὰ ἕνας διάλογος. Πεθαίνοντας ὁ ἄλλος πεθαίνω καὶ ἐγὼ σιγὰ-σιγά. Γιατὶ σταματοῦν πιὰ οἱ σχέσεις μου. Ἡ μοναξιὰ μὲ κυριεύει.
Ἡ ὀσμὴ τοῦ θανάτου κρύβεται παντοῦ καὶ ἀναδύεται τὴ νύχτα ποὺ κι αὐτὴ εἶναι ἕνας θάνατος. Ὁ Χεμινγουέι τὴν περιγράφει μὲ ἄφθαστο τρόπο στὰ λόγια τῆς Πίλαρ...
Τώρα μπορῶ νὰ δῶ γιατί ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τόσο σημαντικὴ γιὰ τὴ ζωή μου. Ἐπειδὴ Αὐτὸς ἀναστήθηκε θὰ ἀναστηθῶ καὶ ἐγώ. Μὰ τί λέγω; Θὰ ἀναστηθεῖ τὸ πρόσωπο ἢ τὰ πρόσωπα ποὺ ἀγάπησα. Θὰ ἀναστηθεῖ γιατὶ ἀνέστη ὁ Χριστός. Θὰ ἀναστηθεῖ καὶ θὰ γίνει τέλειο, θὰ μοιάζει μὲ τὸν Χριστό.
Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε σωματικά, ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι γιὰ πάντα ἑνωμένη μὲ τὸν Θεό, καὶ ποτὲ πιὰ δὲν θὰ χωρίσει. Ἡ πτώση μου, δὲν μπορεῖ νὰ ἀλλάξει τὸ γεγονὸς αὐτὸ μὲ τίποτα. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ βαθιὰ σημασία τοῦ δόγματος τῆς Χαλκηδόνος, τῆς 4ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση, ἡ ἀνθρώπινη φύση δὲν ἦταν ἑνωμένη μὲ τὸ Θεό, καὶ μὲ τὴν πτώση εἰσῆλθε ἡ κατεύθυνση πρὸς τὸ μηδέν, τὸ εἶναι πρὸς θάνατον. Μὲ τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἀνάληψη, ἡ φύση μας εἶναι ἑνωμένη μὲ τὸν Θεό, ἀτρέπτως ἀδιαιρέτως, ἀσυγχύτως καὶ ἀχωρίστως. Ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς σώζει μόνο ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας, θὰ ἀρκοῦσε ἡ ἁπλὴ συγνώμη του γιὰ αὐτό. Μὰ ἦρθε καὶ νίκησε τὸ θάνατο. Γιατί αὐτὸ εἶναι τελικὰ τὸ πιὸ σημαντικό.
Μερικοὶ σὰν γνήσιοι ὀπαδοὶ τοῦ Πλάτωνα λένε ὅταν πεθαίνει κανείς: «Πρέπει νὰ χαίρεσαι γιατί ἡ ψυχή του εἶναι κοντὰ στὸ Θεό». Ὅμως τότε τί νόημα ἔχει ἡ ἀνάσταση; Ὄχι! Ὁ θάνατος εἶναι κάτι ποὺ πρέπει νὰ κλάψουμε, μᾶς καλεῖ νὰ κλάψουμε ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὄχι μόνο εἶναι ἡ ἐγγύηση τῆς ἀνάστασης αὐτῶν ποὺ ἀγαπῶ ἀλλὰ καὶ μιᾶς ἄλλης ποιότητας ζωῆς. Γιατὶ τώρα ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι γιὰ πάντα ἑνωμένη μὲ τὸν Θεό, ἀχώριστα καὶ ἀσύγχυτα. Εἶναι τὸ ἔσχατο μυστήριο, τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἄλλο νὰ ἀγαπᾶς κάτι, πχ. τὸ σκύλο σου καὶ ἄλλο νὰ γίνεσαι σκύλος. Ἄλλο τὸ συναίσθημα καὶ ἄλλο τὸ νὰ γίνεσαι ἕνα μὲ κάτι. Τὸ ἴδιο ἔκανε ὁ Θεὸς γιὰ μᾶς. Γιατὶ μᾶς ἀγαπᾶ. Μᾶς ἀγαπᾶ χωρὶς κανένα λόγο, καμία ἀναγκαιότητα, οὔτε γιατί τὸ ἀξίζουμε ἡ ὄχι.
* * *
Τὸ σῶμα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ μέλλοντος αὐτῶν ποὺ ἀγαπῶ καὶ τοῦ δικοῦ μου βέβαια. Τέλειο, πέρα ἀπὸ κάθε ἀνάγκη, πάνω ἀπὸ τοὺς νόμους τῆς φύσης, τῆς βαρύτητας τῆς ἀνάγκης κτλ. Ἔτσι θὰ εἶναι καὶ τὸ σῶμα μας, μιὰ τέλεια ὀμορφιὰ μέσα στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ.
Θὰ μοῦ ἔλεγε ὁ φίλος μου ἀπὸ τὴν Κίνα, ὅτι γιὰ μένα δὲν ἔχει σημασία ὁ θάνατος, ἀφοῦ ἐγὼ πιστεύω στὴν μετεμψύχωση. Ὅμως τελικὰ μήπως ἡ μετεμψύχωση δὲν εἶναι ὁ χειρότερος, θάνατος; Γιατὶ μὲ τὴν μετεμψύχωση δὲν μπορῶ νὰ ἀγαπήσω γιὰ πάντα. Πῶς μπορῶ νὰ πῶ σὲ αὐτὴν ποῦ ἀγαπῶ, σὲ ἀγαπῶ γιὰ πάντα; Δὲν μπορῶ νὰ πῶ γιὰ πάντα, γιατὶ σὲ αὐτὴ τὴ ζωὴ σὲ ἀγαπῶ, ἀλλὰ στὴν ἄλλη μετεμψύχωση θὰ ἀγαπῶ μιὰ ἄλλη, ἄλλοτε θὰ εἶμαι ἄνδρας γυναίκα, ζῶο. Συνεπῶς ἡ ποιότητα τῶν σχέσεών μου εἶναι πολὺ χαμηλή.
Θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι δὲν πειράζει αὐξάνονται οἱ ἐμπειρίες μου, ὡριμάζω μέσα σὲ τόσες μετεμψυχώσεις. Ὅμως ἀκόμα κι ἂν παρακάμψουμε τὸ πρόβλημα τοῦ ποιὸς εἶμαι τελικὰ ἐγώ, τί εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει ὅτι εἶμαι ἐγὼ σὲ κάθε μετεμψύχωση, πάλι δὲν παύει νὰ εἶναι φανερὴ ἡ ἔλλειψη τῆς τέλειας ἀγάπης, ἀφοῦ χρησιμοποιῶ τὸν ἄλλο ἔστω γιὰ τὴν τελείωσή μου, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ ἑνωθῶ μαζί του τελικά. Κι ἂν ἑνωθῶ θὰ ἑνωθῶ περιστασιακά. Πόσο νιώθουν ὅλοι αὐτὸ τὸ βαρὺ καὶ βουβὸ θάνατο στὴν ἀνατολικὴ φιλοσοφία... Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ προσπάθεια γιὰ τὸ σπάσιμο τοῦ ὀδυνηροῦ κύκλου τῆς μετεμψύχωσης. Τὸ σταμάτημα τῶν ζωῶν ποὺ εἶναι θάνατοι. Εἶναι φοβερὸ νὰ ξέρεις ὅτι ἡ ζωὴ εἶναι τελικὰ ἕνας θάνατος. Ὁ Σὰρτρ εἶπε, μᾶς ἔδειξε, πὼς ὁ ἄλλος εἶναι ἡ κόλασή μου, γιατὶ βλέπω σὲ αὐτὸν τὸν περιορισμό μου, ἡ μετεμψύχωσή μου δείχνει πὼς ἡ ἴδια ἡ ζωὴ εἶναι ὁ θάνατος ἀφοῦ τελικὰ δὲν μπορῶ νὰ ἀγαπῶ γιὰ πάντα. Ὅμως ὅταν σπάσει ὁ κύκλος τῶν μετεμψυχώσεων, τί γίνεται; Ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει τὸ πρόσωπο ὑπάρχει μόνο μιὰ γενικὴ κατάσταση ποὺ ὀνομάζεται εὐτυχία. Ὅμως δὲν εἶναι ἀγάπη. Πρῶτα γιατί δὲν ὑπάρχει σάρκα, καὶ ἐγὼ ξέρω ὅτι ἀγαπῶ ἀνθρώπους μὲ σάρκα καὶ μετὰ γιατί δὲν ὑπάρχει Θεὸς συνεπῶς δὲν ὑπάρχει προσωπικὴ ὕπαρξη τέλεια καὶ γιὰ πάντα.
Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, ὄχι μόνο ἔχει ἀγάπη ἀλλὰ εἶναι ἀγάπη. Ἐγὼ μπορεῖ νὰ ἔχω λίγη ἀγάπη ἀλλὰ δὲν εἶμαι ἀγάπη. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη γιατὶ εἶναι κοινωνία τριῶν προσώπων, Πατὴρ Υἱὸς Ἅγιο Πνεῦμα. Ἂν ἕνα πρόσωπο ἀπὸ αὐτὰ δὲν ὑπάρχει δὲν ὑπάρχει Θεός, δὲν ὑπάρχουν καὶ τὰ ἄλλα δύο. Ὅμως ἂν δὲν ὑπάρχει ὁ φίλος μου, ἢ ἂν δὲ μὲ ἀγαπᾶ κάποιος, ἐγὼ θὰ ὑπάρχω. Ὁ Θεὸς μᾶς καλεῖ σὲ αὐτὸ τὸν τρόπο τῆς ὕπαρξης. Τὸ νὰ ὑπάρχουμε στὴν νιρβάνα, εἶναι ἀκόμα τὸ νὰ ὑπάρχουμε μέσα στὸν κτιστὸ κόσμο, χωρὶς τὴν δυνατότητά του νὰ ὑπάρχουμε ἐπειδὴ συνυπάρχουμε ὅπως ὑπάρχει ὁ Θεὸς καὶ ὅπως μᾶς κάνει δῶρο αὐτὸ τὸν μοναδικὸ τρόπο ζωῆς.
Καὶ ἐπειδὴ δέχομαι αὐτὸ τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ μπορῶ νὰ ἀγαπῶ κάποιον γιὰ πάντα.
Ὅταν λοιπὸν θὰ στολίζω μὲ λουλούδια τὸν ἐπιτάφιο, τὸ φέρετρο τοῦ Χριστοῦ, καταλαβαίνω ὅτι τὰ λουλούδια δὲν ἔχουν πιὰ τὴν ὀσμὴ τοῦ θανάτου ἀλλὰ τὴν εὐωδία τοῦ παράδεισου. Γιατὶ ἀκόμα κι αὐτά, ὁλόκληρη ἡ κτίση θὰ ζήσει, ἀφοῦ τελικὰ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ φέρει ὅλη τὴν κτίση, ζεῖ μέσα στὴν τελειότητα τοῦ Θεοῦ. Τώρα πιὰ ἀκόμα καὶ ὁλόκληρη ἡ κτίση μπορεῖ νὰ ἐλπίζει. Ὁ Παῦλος ποὺ ἄκουσε τὸ κρυφὸ κλάμα καὶ τὸ στεναγμὸ τῆς κτίσης ὅλης, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ μεγάλοι δάσκαλοι τῆς Ἀνατολῆς, ποὺ ἀναζητοῦν τὴν τελειότητα στὸ δρόμο τῆς ἁρμονίας τῆς φύσης, - ἁρμονίας ποὺ πρὶν δὲν ὑπῆρχε γιατί πίσω ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ κρύβεται ὁ θάνατος- μόνο τώρα μποροῦν νὰ μοῦ ποῦν γιατὶ τὰ ἄνθη τῆς κερασιᾶς εἶναι ὄμορφα

πηγη

Κυριακή, Απριλίου 29, 2018

Ο ΠΑΡΑΛΥΤΟΣ, Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ Θεολογική καί κοινωνική προσέγγιση



πρωτ.Βασιλείου Ἰ. Καλλιακμάνη
α) Τό βάπτισμα συνδεόταν στήν ἐκκλησιαστική παράδοση κυρίως μέ τήν ἀγρυπνία τοῦ Πάσχα. Τότε, πλῆθος ἀνθρώπων πού εἶχαν στή διάρκεια τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς κατηχηθεῖ, ἔρχονταν πανηγυρικά διά τοῦ βαπτίσματος στήν Ἐκκλησία. Ἡ λαμπάδα τῶν νεοφώτιστων, πού συνδέεται μέ τήν πασχαλινή λαμπάδα, ἀποτελεῖ σύμβολο τοῦ ἐσωτερικοῦ φωτός καί τῆς πνευματικῆς ἀναγέννησης τοῦ ἀνθρώπου.
Σύμβολο τῆς μετάβασης ἀπό τή ζωή τοῦ σκότους στή ζωή τοῦ φωτός. Εἶναι δύσκολο στίς μέρες μας νά ἀντιληφθοῦμε τό βαθύ θεολογικό νόημα τῆς εἰσόδου τοῦ ἀνθρώπου στό χῶρο τῆς χάριτος. Κι αὐτό, διότι τό βάπτισμα ἔγινε ἁπλῶς ἕνα καλό ἔθιμο, ἕνα πολιτιστικό αὐτονόητο γιά βρέφη, συχνά χωρίς πνευματική προοπτική.
β) Ἴσως δέ γίνεται εὐρύτερα ἀντιληπτό, ὅτι ἡ εἴσοδος στό ἁγιασμένο ὕδωρ τῆς κολυμβήθρας χαριτώνει τόν ἄνθρωπο καί δραστηριοποιεῖ ὅλες τίς ψυχικές του δυνάμεις γιά τόν πολύμορφο πνευματικό ἀγώνα. Δέν κατανοεῖται ἐπίσης, ὅτι ἡ ἔνταξη αὐτή ἀποσπᾶ ἀπό τή μοναξιά καί φέρει σέ κοινωνία τούς ἀνθρώπους μέ τόν Χριστό καί μεταξύ τους. Τούς καθιστᾶ ὄντως ἀδελφούς ἐν Χριστῷ. Καί λέγονται αὐτά, διότι τίς ἀνοιξιάτικες αὐ- τές μέρες γίνονται στούς ἐνοριακούς ναούς πολλές βαπτίσεις νηπίων καί σύμφωνα μέ ἐπίσημες στατιστικές, πάνω ἀπό τό 90% τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ βαπτίζει τά παιδιά του. Πῶς τώρα φθάνουμε στό σημεῖο, ἐνῶ οἱ νέοι ἀποτελοῦν μέλη τῆς Ἐκκλησίας, νά μήν «πᾶνε στήν Ἐκκλησία», δύσκολα ἑρμηνεύεται.
γ) Ὅσα εἰπώθηκαν πιό πάνω γιά τό βάπτισμα, μποροῦν νά συνδεθοῦν μέ τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα (Ἰωάν. 5, 1-15). Ἡ σύνδεση αὐτή ἐξάλλου ἀπαντᾶ τόσο στήν ὑμνολογία ὅσο καί στήν πατερική σκέψη καί θεολογία. Ἡ προβατική κολυμβήθρα ἦταν τύπος τῆς κολυμβήθρας τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, γράφει ὁ Ζιγαβηνός. Καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἐπισημαίνει ὅτι τότε, μόνο ἕνας εἶχε τή δυνατότητα νά θεραπευθεῖ, ἐνῶ στό βάπτισμα τῆς Ἐκκλησίας «κἄν ἡ οἰκουμένη πᾶσα ἔλθῃ, ἡ χάρις οὐκ ἀναλίσκεται». Καί πράγματι ἡ χάρη εἶναι ἀνεξάντλητη, ἀρκεῖ ὁ χριστιανός νά ἀνταποκρίνεται στήν ἔλευση τῆς χάριτος καί μέ ἐπίγνωση νά ζεῖ σέ κοινωνία μέ τούς ἄλλους τό μυστήριο τῆς πίστεως.
δ) Ὅταν βιώνεται ἡ ἐκκλησιαστική ἑνότητα ὡς σχέση καί κοινωνία, ὡς ἄρση τοῦ σταυροῦ τοῦ ἄλλου, ὡς συμμετοχή στό πρόβλημα, στόν πόνο καί στή θλίψη, τότε παραμερίζεται ἡ μοναξιά καί γεμίζει ἡ κοινωνία ἀπό ἀνθρώπους. Ὅταν ὅμως καλλιεργεῖται στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο ἡ ἀτομική εὐσέβεια, αὐτή διαχέεται καί στήν κοινωνία ὡς ἀτομισμός καί ὡς συμφεροντολογικός ἐγωκεντρισμός. Τότε ψάχνουμε ἀνθρώπους καί δέν τούς βρίσκουμε. Ἀναζητοῦμε ἀνθρωπιά καί αὐτή ἔχει ξεθωριάσει. Ὁπότε, βρίσκει πρόσφορο ἔδαφος ἡ μοναξιά καί ἡ ἀπελπισία.
ε) Ὁ Χριστός ὡς θεάνθρωπος ἀποτελεῖ πρότυπο αὐθεντικοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἦλθε στόν κόσμο γιά νά διακονηθεῖ, ἀλλά νά διακονήσει καί νά προσφέρει τή ζωή Του γιά τή σωτηρία τοῦ δημιουργήματός Του. Ὅμως, σέβεται τήν ἐλευθερία καί τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἐπεμβαίνει βίαια στή ζωή του. Ἀκόμη καί γιά τό δῶρο τῆς ὑγείας ρωτᾶ: «Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;». Μιά ἐρώτηση μάλλον περιττή γιά κάποιον πού περίμενε τριάντα ὀκτώ ἔτη. Κι ὅμως, ἡ ἀπάντηση ἀποκαλύπτει τό πρόβλημα τοῦ παραλύτου, ὁ ὁποῖος εἶχε δεχθεῖ μοιρολατρικά τήν κατάστασή του καί δέν εἶχε τό κουράγιο καί τήν ἐλπίδα νά σηκωθεῖ, γιά νά εἰσέλθει στά ἰαματικά νερά.
στ) Φαίνεται ὅτι δέν ἦταν μόνο σωματικά ἀλλά καί ψυχικά παράλυτος. Ἀντί λοιπόν μέ πόθο καί λαχτάρα νά ἀπαντήσει, «ναί Κύριε, θέλω νά γίνω καλά», μεταθέτει τό πρόβλημα λέγοντας: «Δέν ἔχω ἄνθρωπο νά μέ βάλει στή δεξαμενή, ὅταν ταραχθοῦν τά νερά». Κι ὁ ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἀνατρέποντας τή λογική τῆς ἀπελπισίας τοῦ λέγει: «Σήκω πάνω, πάρε τό κρεβάτι σου καί περπάτα». Κι ἀμέσως ἔγινε ὑγιής, πῆρε τό κρεβάτι του καί περπατοῦσε. Δέ χρειάζεται νά σχολιασθεῖ ὁ φθόνος καί ἡ τυπολατρία τῶν θρησκευτικῶν ἀρχόντων τῶν Ἰουδαίων γιά τή δῆθεν παράβαση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Ἄς ἑστιασθεῖ ἡ προσοχή μας στήν εὐθύνη τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στά νεοβαπτιζόμενα παιδιά.
 ζ) Χαρά Θεοῦ κατά τήν ἡμέρα πού βαπτίζεται στά ἁγιασμένα νερά ἕνα νέο μέλος, κατά κανόνα μικρό παιδί, καί εἰσέρχεται στήν Ἐκκλησία. Συμμετέχουμε πλῆθος ἀνθρώπων: κληρικοί, ἀνάδοχοι, συγγενεῖς, φίλοι, γείτονες, συνάδελφοι καί γνωστοί. Ἡ ἀτμόσφαιρα πανηγυρική, συγκινητική καί εὐφρόσυνη. Ὅλοι δίδουμε εὐχές καί χαιρόμαστε τή μεγάλη αὐτή στιγμή. Ἀλλά μήπως αὐτό κρατᾶ μόνο λίγες ὧρες; Ποῦ εἴμαστε ἀλήθεια ὅλοι ἐμεῖς, ὅταν τό παιδί αὐτό ἀρχίζει νά ἀντιμετωπίζει τή μοναξιά, τήν ἐφηβική μελαγχολία, τό ἄγχος τῆς ζωῆς, τίς ἐσωτερικές συγκρούσεις, τά ἀδιέξοδα καί τίς πρῶτες ἀπογοητεύσεις; Εἴμαστε δίπλα του ὡς ἄνθρωποι ἤ ὡς κριτές καί τιμητές; Εἶναι λυπηρό στή σημερινή κοινωνία, νέα παιδιά νά παραλύουν ψυχικά καί νά φωνάζουν «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Ἄς σκεφθοῦμε σοβαρά τήν εὐθύνη μας, ἐπαναφέροντας στήν κοινωνία τήν ἀνθρωπιά μέ ἀναφορά στό Θεάνθρωπο Χριστό, τόν Ἀναστημένο Κύριο.
‘Από τό βιβλίο: ΜΑΘΗΤΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Σάββατο, Απριλίου 28, 2018

Κυριακή του Παραλύτου


Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh)

 Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Πόσο τραγικὴ εἶναι ἡ σημερινὴ ἱστορία ἀπὸ τὴ ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ἕνας ἄνθρωπος ἦταν παράλυτος γιὰ χρόνια. Βρισκόταν ξαπλωμένος σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπό τὴν πηγὴ τῆς θεραπείας του, κι ὅμωςὁ ἴδιος δὲν εἶχε τήν δύναμη νὰ καταδυθεῖ στὸ νερό τοῦ καθαρισμοῦ. Καὶ κανείς, μὰ κανείς δὲν βρέθηκε ὅλα αὐτά τά χρόνια νά τοῦ δείξει συμπόνια. Ἄλλοι ἔσπευδαν νὰ εἶναι πρῶτοι γιὰ νὰ θεραπευτοῦν. Ἄλλοι ποὺ συνδέονταν μαζί τους μὲ δεσμοὺς ἀγάπης ἤ φιλίας τοὺς βοηθοῦσαν γιὰ νὰ θεραπευτοῦν. Ἀλλά οὔτε ἕνας δὲν εἷχε ρίξει μιὰ ματιὰ σ' αὐτόν τὸν ἄνδρα ποὺ γιὰ χρόνια λαχταροῦσε τὴν θεραπεία καὶ δὲν ἦταν ἰκανός νὰ βρεῖ τὴ δύναμη νὰ θεραπευτεῖ.

Ἄν ὑπῆρχε ἔστω κι ἕνας, ἄν μόνο μιὰ καρδιὰ ἀνταποκρινόταν μὲ συμπόνια, αὐτός ὁ ἄνθρωπος θὰ ἦταν ὑγιὴς πολλά-πολλά χρόνια νωρίτερα. Καθὼς κανείς, οὔτε ἕνας δὲν βρέθηκε νά τοῦ δείξει συμπόνια, τὸ μόνο πού τοῦ ἀπέμεινε- θὰ ἔλεγα τὸ μόνο ποὺ εἷχε- καί τὸ λέω αὐτὸ μὲ μιὰ αἴσθηση τρόμου- ἧταν ἡ ἄμεση παρέμβαση τοῦ Θεοῦ.

Περιστοιχιζόμαστε ἀπό ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται σὲ ἀνάγκη, δὲν εἶναι μόνο ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν κάποια παράλυση καὶ χρειάζονται βοήθεια. Ἀλλά τόσοι ἄλλοι ποὺ ἔχουν παραλύσει μέσα τους, καὶ ποὺ χρειάζονται νὰ συναντήσουν κάποιον νά τοὺς βοηθήσει. Ψυχικὰ παράλυτοι εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν τρομάξει ἀπό τὴν ζωή, γιατὶ ἦταν γι' αὐτούς ἀντικείμενο τρόμου ἀπὸ τότε ποὺ γεννήθηκαν: γονεῖς χωρὶς εὐαισθησία, ἄκαρδοι, βίαιο περιβάλλον. Πόσοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἤλπιζαν, ὅταν ἦταν ἀκόμα μικροί, ὅτι κάτι θὰ ὑπάρχει γι' αὐτούς στὴ ζωή. Ἀλλὰ ὄχι. Καμμιὰ συμπόνοια, καμμιὰ φιλία . Δέν ὑπῆρχε τίποτα. Κι ὅταν προσπάθησαν νὰ δεχθοῦν παρηγοριὰ καὶ στήριξη, δὲν ἔλαβαν κάτι. Κάθε φορά ποὺ πίστευαν ὅτι μποροῦσαν νὰ κάνουν κάτι τοὺς ἔλεγαν, «Μην προσπαθεῖς, δεν καταλαβαίνεις ὅτι εἶσαι ἀνίκανος γι’ αὐτό;» Καὶ ἔνοιωθαν ὅλο καὶ πιὸ μειονεκτικοί.

Πόσοι ἄνθρωποι ἦταν ἀνήμποροι νὰ ζήσουν, ἐπειδὴ ἦταν σωματικὰ ἀσθενεῖς, ὄχι ἐπαρκῶς δυνατοί. Ἀλλὰ βρέθηκε κάποιος νά τοὺς δώσει ἕνα χέρι βοηθείας; Βρῆκαν κάποιον νά τοὺς νοιώσει βαθειά, ὥστε νὰ βγεῖ ἀπο τὴν πορεία του γιά νὰ βοηθήσει; Καί πόσοι εἶναι τρομοκρατημένοι ἀπὸ τὴν ζωή τους και βιώνουν καταστάσεις βίας, φόβου, βαναυσότητας... Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ δὲν θὰ τοὺς εἶχαν πληγώσει, ἄν ὑπῆρχε κάποιος νά σταθεῖ δίπλα τους καὶ νὰ μὴν τοὺς ἐγκαταλείψει.

Ἑπομένως, ὅλοι μας, ἔχουμε γύρω μας ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται στὴν κατάσταση ποὺ βρισκόταν ὁ παραλυτικός. Ἄν ἐξετάσουμε τὸν ἑαυτό μας, θά δοῦμε ὅτι πολλοὶ ἀπό ἐμᾶς εἴμαστε ψυχικὰ παράλυτοι, ἀνίκανοι νὰ ἐκπληρώσουμε τὶς φιλοδοξίες τῶν ἀνθρώπων δίπλα μας· ἀνίκανοι γι’ αὐτὸ ποὺ λαχταροῦσαν νὰ εἶναι, ἀνίκανοι νὰ διακονήσουμε τοὺς ἄλλους μέ τὸν τρόπο ποὺ μιλάει ἡ καρδιά τους ἀνήμποροι νά κάνουμε ὁ,τιδήποτε γιὰ ὅ,τι προσδοκοῦσαν, γιατὶ ὁ φόβος, ἡ συντριβή ἔχει κυριαρχήσει στὴ ζωή τους.

Καί ὅλοι, ὅλοι μας εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιά τὸν καθένα. Εἴμαστε ἀμοιβαῖα ὑπεύθυνοι ὁ ἕνας γιά τὸν ἄλλο· γιατί ἄν κοιτάξουμε δεξιὰ ἤ ἀριστερά μας, πόσα ξέρουμε γιά τοὺς ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται δίπλα μας; Ξέρουμε πόσο εἶναι συντετριμμένοι; Πόσο πόνο ἔχουν στὴν καρδιά τους; Πόση ἀγωνία ὑπῆρξε στὴν ζωή τους; Πόσες χαμένες ἐλπίδες, πόσος φόβος κι ἀπόρριψη καὶ περιφρόνηση, ποὺ νά τοὺς ἔχουν κάνει νὰ περιφρονοῦν τοὺς ἑαυτούς τους, ἀνίκανους ἀκόμα καὶ γιὰ αὐτοσεβασμό- πόσο μᾶλλον νὰ ἔχουν τὸ κουράγιο νὰ κάνουν ἕνα βῆμα πρός τὴν θεραπεία, τὴν θεραπεία γιά τὴν ὁποία μιλᾶ τὸ εὐαγγέλιο σ' αὐτὸ τὸ εδάφιο ;

Ἄς προβληματιστοῦμε. Ἄς κοιτάξουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο κι ἄς ἀναρρωτηθοῦμε: Πόση ἀδυναμία κρύβει ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος; Πόσος πόνος ἔχει συσσωρευτεῖ στὴν καρδιά του; Πόσος φόβος γιὰ τὴ ζωή – ποὺ ζωὴ εἶναι ὁ πλησίον μου, οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή,- ἔχει κυριεύσει τήν ὕπαρξή μου;

Ἄς κοιτάξουμε τὸν ἄλλο μὲ κατανόηση, μὲ προσοχή. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἐκεῖ. Μπορεῖ νά θεραπεύσει, ναί. Ἀλλά ἔχουμε εὐθύνη γιά τὸν ἄλλο ἄνθρωπο, ὑπάρχουν τόσοι τρόποι μέ τοὺς ὁποίους μποροῦμε νά γίνουμε τά μάτια τοῦ Χριστοῦ ποὺ βλέπουν ὅσους ἔχουν ἀνάγκη, τ' αὐτιά Του ποὺ ἀκοῦν τὶς κραυγές, τὰ χέρια Του πού στηρίζουν καὶ θεραπεύουν ἤ ποὺ κάνουν δυνατή τὴ θεραπεία ἑνὸς ἀνθρώπου.

Ἄς κοιτάξουμε αὐτή τὴν παραβολὴ μὲ νέα ματιά· ὄχι μέ τὴν σκέψη ὅτι αὐτὸς ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος, πρὶν δύο χιλιάδες χρόνια ἦταν τόσο τυχερός ποὺ ὁ Χριστὸς ἔτυχε νὰ βρίσκεται κοντά του, γιὰ νὰ κάνει τελικὰ αὐτὸ ποὺ θὰ εἶχε κάνει ὁ πλησίον. Ἄς κοιτάξουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο κι ἄς ἔχουμε συμπόνια, ἐνεργὴ συμπόνια· ἐπίγνωση· ἀγάπη, ἄν μποροῦμε. Καί τότε αὐτὴ ἡ παραβολή, δὲν θά μᾶς ἔχει μιλήσει καὶ δὲν θὰ ἔχει σχετιστεῖ μάταια με τὴ ζωή μας. Ἀμήν.

Χριστὸς Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!



Ἀπόδοση Κειμένου: www.agiazoni.gr

Πέμπτη, Απριλίου 26, 2018

είχε δε αυτάς τρόμος και έκστασις


«Και εξελθούσαι έφυγον από του μνημείου· είχε δε αυτάς τρόμος και έκστασις, και ουδενί ουδέν είπον εκφοβούντο γαρ» (Μάρκ. ιστ’ 8). Οι Μυροφόρες τα είχαν χάσει. Πού βρίσκονταν, στον ουρανό ή στη γη; Με ποιόν μιλούσαν; Τί άκουσαν; Τέτοια πράγματα ούτε στον ύπνο τους δεν τα βλέπουν οι άνθρωποι. Μα αυτό που βλέπουν και ακούν τώρα δεν είναι όνειρο, είναι αληθινό. Απ’ όλα όσα έγιναν, προκύπτει πως ζούσαν μια πραγματικότητα.

Τί ευλογημένος είναι ο φόβος κι ο τρόμος που νιώθει ο άνθρωπος όταν βλέπει ανοιγμένους τους ουρανούς, όταν ακούει μια χαρούμενη φωνή από την αληθινή, αθάνατη και ποθεινή πατρίδα του! Δεν είναι μικρό πράγμα να δεις έναν αθάνατο άγγελο του Θεού, ούτε ν’ ακούσεις μια φωνή που βγαίνει από αθάνατα χείλη. Πιό εύκολα αντέχεις να δεις το πρόσωπο και ν’ ακούσεις τον ορυμαγδό ολόκληρου του φθαρτού σύμπαντος, παρά να δεις το πρόσωπο και ν’ ακούσεις τη φωνή κάποιου αθάνατου όντος που δημιουργήθηκε πριν από το σύμπαν, που το κάλλος του είναι ασύγκριτα ανώτερο από την ανοιξιάτικη αυγή. Όταν ο προφήτης Δανιήλ, ο άνθρωπος του Θεού, άκουσε τη φωνή του αγγέλου, μονολόγησε: «Ουχ υπελείφθη εν εμοί ισχύς, και η δόξα μου μετεστράφη εις διαφθοράν, και ουχ εκράτησα ισχύος… ήμην κατανενυγμένος, και το πρόσωπόν μου επί την γην» (Δανιήλ, ι’ 8,9).

Πώς λοιπόν να μην τις πιάσει φόβος και τρόμος τις αδύναμες γυναίκες; Πώς να μη φύγουν γρήγορα από το μνημείο; Πώς θα μπορούσαν ν’ ανοίξουν το στόμα τους και να μιλήσουν; Με τί λόγια να πουν αυτά που είδαν; Κύριε, η δόξα Σου είναι ανέκφραστη! Εμείς οι θνητοί άνθρωποι ευκολότερα μπορούμε να την εκφράσουμε με τη σιωπή και τα δάκρυά μας παρά με λόγια.

άγιος Νικόλαος Αχρίδας

...η μόνη ελπίδα, ο καθαιρέτης της φθοράς...


Τοῦτος ὁ ὑλικὸς κόσμος εἶναι τὸ βασίλειο τοῦ Χρόνου, ποὺ τὸν κάνει ν᾿ ἀνθίζει καὶ νὰ μαραίνεται ἀδιάκοπα. Ἡ φθορὰ εἶναι ὁ σκληρὸς νόμος ποὺ ἔβαλε ἀπάνω του τοῦτος ὁ τύραννος. Μ᾿ αὐτὴ τὴν ἄσπαστη ἁλυσίδα βαστᾷ καὶ τὸν ἄνθρωπο, σκλάβο ἀνήμπορον κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του.
Μόνο μία ἐλπίδα ὑπάρχει γι᾿ αὐτόν, νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὴ φθορά: ὁ Χριστός, ὁ λυτρωτής, ὁ καθαιρέτης τῆς φθορᾶς. Ἐκεῖνος ποὺ πάτησε τὸν θάνατο καὶ ποὺ εἶπε: «ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ κἂν ἀποθάνῃ ζήσεται. Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς. Ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα»!
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ κλειδοκράτορας τοῦ μυστικοῦ κόσμου, λέγει: «Ἡ κτίσις ὑποτάχθηκε στὴ ματαιότητα, ἄθελά της, μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς κι αὐτὴ ἡ κτίση θὰ λευτερωθεῖ ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῆς φθορᾶς, στὴν ἐλευθερία τῆς δόξας τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ γνωρίζουμε, πὼς ὅλη ἡ κτίση ἀναστενάζει καὶ πονᾷ μαζί μας ὡς τώρα. Κι ὄχι μοναχὰ ἡ κτίση, ἀλλὰ κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ποὺ ἔχουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μέσα μας, ἀναστενάζουμε, περιμένοντας τὴν υἱοθεσία (δηλ. νὰ γίνουμε τέκνα τοῦ Θεοῦ), ἤγουν νὰ λυτρωθεῖ τὸ σῶμα μας ἀπὸ τὴ φθορά». Κι ἀλλοῦ λέγει: «Ἂν κατοικεῖ μέσα σας τὸ Πνεῦμα Ἐκείνου ποὺ ἀνάστησε τὸν Ἰησοῦ, Αὐτὸς ποὺ ἀνάστησε τὸν Χριστὸ ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ ζωοποιήσει τὰ θνητὰ σώματά σας μὲ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ κατοικεῖ μέσα σας».
Ναί. Μοναχὰ ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Πατρὸς καὶ ποὺ πῆρε ἀπ᾿ Αὐτὸν κάθε ἐξουσία, θὰ δώσει τὴν ἀφθαρσία στοὺς ἀγαπημένους του, καταργώντας καὶ τὸν χρόνο καὶ τὸν τόπο τῆς ὕλης, ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς φθορᾶς. Νά, τί λέγει ὁ ἅγιος Πέτρος γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀλλαγή: «Ἥξει δὲ ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτί, ἐν ᾗ οὐρανοὶ ροιζηδὸν παρελεύσονται, στοιχεῖα δὲ καυσούμενα λυθήσονται, καὶ γῆ καὶ τὰ ἐν αὐτῇ ἔργα κατακαήσεται».
Καὶ στὴν Ἀποκάλυψη εἶναι γραμμένα τὰ παρακάτω λόγια γιὰ τὸν καινούργιον κόσμο τῆς παλιγγενεσίας: «Καὶ νὺξ οὐκ ἔσται ἐκεῖ, καὶ χρείαν οὐκ ἔχουσι λύχνου καὶ φωτὸς ἡλίου, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς φωτιεῖ αὐτούς, καὶ βασιλεύσουσιν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων».

φ.κόντογλου

Τετάρτη, Απριλίου 25, 2018

Μπήκες στα συρταράκια σου;



ΜΠΗΚΕΣ ΣΤΑ ΣΥΡΤΑΡΑΚΙΑ ΣΟΥ ;

ΚΑΘΕ ΑΓΙΟΣ όταν είναι ζωντανός βρίσκεται πάντα ΕΠΙ-ΚΗΡΥΓΜΕΝΟΣ, διότι ως αληθινός και τίμιος είναι πάντα απρόβλεπτος και μία ωρολογιακή βόμβα για τα ανθρώπινα στεγανά καθεστώτα.(Βλ.Άγιο Αθανάσιο ,Άγιο Νεκτάριο, Άγιο Γαβριήλ εκ Γεωργίας κ.α.)
Μετά Θάνατον όμως καθίσταται εξ αντιθέτου ΑΝΑ-ΚΗΡΥΓΜΕΝΟΣ αφού ως νεκρός είναι ακίνδυνος και ασφαλής για την ψευτιά αυτού του κόσμου.
Κάθε Χριστιανός λοιπόν ως μιμητής του ίδιου του αντιλεγόμενου Χριστού(Λουκ.β΄,34)   πρέπει  πάντα να είναι  και ετούτος αντιλεγόμενος ,μη προσδιορίσιμος σε ανθρώπινα καλούπια, κατηγορίες  και ομοιομορφίες   και να μην τον συλλαμβάνει κανένας πουθενά , ως αεικίνητο μέσα στην Θεϊκή απέραντη αλήθεια , πράγμα το οποίο θα τον καθιστά   πάντα απρόβλεπτο  και επικίνδυνο λαμβάνοντας μοιραίως τον δρόμο  της απόρριψης  και της αποδοκιμασίας.
Εσύ λοιπόν είσαι αντιλεγόμενος ή έχεις εξασφαλιστεί ήδη στα αεροστεγή συρταράκια  και την επιδοκιμασία των ανθρώπων  ;

π.Διονύσιος Ταμπάκης
ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 

Δευτέρα, Απριλίου 23, 2018

Το παλληκάρι της αιώνιας νιότης


Άγιος Γεώργιος,το παλληκάρι της πίστης μας, ο των αιχμαλώτων ελευθερωτής και των πτωχών υπερασπιστής, ασθενούντων ιατρός, βασιλέων υπέρμαχος, τροπαιοφόρος και των Μαρτύρων ταξίαρχος.
Μαρτύρησε πάνω στην άνοιξη της λεβεντιάς και της νεότητας του, γι αυτό και άνοιξη τον εορτάζει η Εκκλησία.Πέθανε μαρτυρικά για να συμβασιλέψει με τον Αναστημένο μας Κύριο, γι αυτό και η μνήμη του είναι ζυμωμένη με την ανάσταση και το πάσχα. Γιατί οι δίκαιοι ζουνε εις τον αιώνα και ο θάνατος δεν τους κατακυριεύει, αλλά με τον θάνατο τους νίκησαν και εκείνοι τον θάνατο με Πρώτο τον Αγιο των Αγίων και Κύριο τους.
Και ο υμνωδός μας καλεί να ευωχηθώμεν, γιατί ανέτειλε το Έαρ και να καταστέψουμε τον μεγαλομάρτυρα του Χριστού με εαρινά άνθη και αναστάσιμες υμνωδίες.Ο άγιος Γεώργιος είναι λαοφίλητος άγιος. Αυτός σηματοδοτεί την έναρξη του θέρους και στον αντίποδα , το άλλο παλληκάρι ο άγιος Δημήτριος την έναρξη του χειμώνα.
Συμπαθής και ελεήμων στουςαιχμαλώτους, ταπεινούς και αδικημένους, ακόμα και στους αλλόθρησκους πού τον σέβονται και τον τιμούν και φοβερός εκδικητής των ταπεινών έναντι των αδίκων και των ισχυρών της γης. Τα θαύματα του πολλά και η παρρησία του μεγάλη.
Όσοι χριστιανοί έχουν ακόμα αυτιά ακούνε τον καλπασμό του αλόγου του,όταν Εκείνος προστρέχει σε άμεση βοήθεια των πτωχών και των αδικημένων του βίου.Και η πίστη των νοερών οφθαλμών βλέπει σε κάθε βαθούλωμα της γης,πέριξ των ναϋδρίων του, το αποτύπωμα του αλόγου του.Μαρτύριο ότι αφού η παρουσία του άπαξ αγίασε τον χώρο, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η επίσκεψη του θα επαναληφθεί και η προστασία του θα είναι αιώνια.
Ο άγιος κατακόντισε τον δράκοντα στην Λιβύη διασφαλίζοντας το νερό και σώζοντας την πριγκήπισσα από βέβαιο θάνατο. Αυτή είναι η γνήσια μαρτυρία για τον θρίαμβο του Μεγαλομάρτυρα πάνω στον διαβολο και την δαψιλή χάρη του ζωντανού νερού του Χριστού, το οποιο σώζει από την δίψα την θανατερή την αιχμάλωτη στους νοητούς και φυσικούς εχθρούς της Εκκλησία.
Ο ποιητής θέλει τον αη Γιώργη μας, να καλπάζει τροπαιοφόρος ανά τους αιώνας, ως εικόνα της αιώνιας νιότης που χάρισε ο Χριστός στους φίλους Του. Είναι ο υπέρμαχος της αγιασμένης ρωμηοσύνης.Και στα καπούλια του αλόγου του, παρακάθεται η ίδια η ρωμηοσύνη ως νεανις αεί θάλλουσα και διασωζόμενη, από το θηρίο το φρικτό και αλλόκοτο, τον δαιμονόμορφο βαρβαρισμό του πνεύματος και του σώματος. Και με το αργυρό κοντάρι του, ο πρωτοταξίαρχος των παλληκαριών του Χριστού, το στελνει πίσω στα σκοταδια του ταρτάρου. Εκει που ο φθονερός ο θάνατος και καθε ασχήμια καταδικάστηκαν στην αιώνια ανυπαρξία.

Κυριακή, Απριλίου 22, 2018

Mέτρο της πιστότητας η στιγμή της ήττας


Σήμερα λοιπόν τιμοῦμε τούς ἀνθρώπους πού ἀποδείχθηκαν πιστοί, ἐκείνους πού ἐνῶ ἦσαν ἀδύναμοι δέν τό ἔβαλαν στά πόδια καί ἐκείνους πού μπροστά στήν ἥττα καί τήν τραγωδία ἀναδείχθηκαν πιστοί μαθητές. ῎Ας τούς θυμόμαστε, ὄχι μόνο ὅταν βλέπουμε πόσο δοξάστηκαν, ὅπως σήμερα στή Θεία Λειτουργία, ἀλλά καί γιά νά ρωτοῦμε τόν ἑαυτό μας· Μοιάζουμε, σέ κάποιο βαθμό, μέ ὁποιονδήποτε ἀπό αὐτούς; ῞Οταν ὁ Χριστός μοιάζει ἡττημένος, ἔχω τή δύναμη νά κάνω ἕνα βῆμα μπροστά καί νά πῶ «εἶμαι κι ἐγώ μαθητής Του», τή στιγμή πού σέ ἀνέφελους καιρούς ἤμουν συγκρατημένος, ἀβέβαιος, διστακτικός καί ἔθετα στόν ἑαυτό μου, ἤ μᾶλλον ἔθετα στόν Κύριο, ἕνα σωρό ἐρωτήματα;
Κι ἀκόμα, ἄς τό σκεφθοῦμε· Εἶναι εὔκολο νά εἴμαστε μαθητές τοῦ Χριστοῦ ὅταν εἴμαστε στήν κορυφή τοῦ ἀφρισμένου κύματος, στήν ἀσφάλεια τῶν χωρῶν πού δέν ὑπάρχει διωγμός, οὔτε κίνδυνος ἀπόρριψης, οὔτε ἡ προδοσία μπορεῖ νά ὁδηγήσει στό μαρτύριο, οὔτε κἄν τό ἐνδεχόμενο νά πέσουμε θύματα γελοιοποίησης ἤ κοροϊδίας. ῎Ας σκεφθοῦμε τούς ἑαυτούς μας ὄχι σέ σχέση μέ τόν Χριστό μόνο ἀλλά καί σέ σχέση μέ τούς ἀδελφούς μας, ἐπειδή ὁ Χριστός εἶπε ὅτι ὅ,τι κάνουμε στόν ἐλάχιστο, τόν πιό ἀσήμαντο ἀπό αὐτούς, τό ἔχουμε κάνει στόν ῎Ιδιον. ῎Ας ἀναρωτηθοῦμε πῶς συμπεριφερόμαστε ὅταν κάποιος παραμερίζεται, λοιδωρεῖται, ἀποδιώχνεται ἤ καταδικάζεται ἀπό τήν κοινή γνώμη ἤ ἀπό τή γνώμη ὅσων μετροῦν γιά μᾶς· βρίσκουμε τή στιγμή ἐκείνη τό θάρρος νά ποῦμε, «ἦταν καί παραμένει φίλος μου, εἴτε τόν ἀποδέχεστε εἴτε ὄχι»;  Δέν ὑπάρχει πιό ἀξιόπιστο μέτρο πιστότητας ἀπό ἐκείνη τήν πιστότητα πού ἐκδηλώνεται τή στιγμή τῆς ἥττας.
῎Ας τό σκεφθοῦμε αὐτό, γιατί ὅλοι ὑφιστάμεθα τήν ἥττα, καί μέ τόσους πολλούς τρόπους! ῞Ολοι ἀγωνιζόμαστε, μέ ὅση δύναμη ἔχουμε -λίγη ἤ πολλή- γιά νά εἴμαστε αὐτό πού πρέπει, καί παρόλα αὐτά ὑπολειπόμαστε ὅλη τήν ὥρα. Δέν θά ’πρεπε ἄραγε νά βλέπουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον ὄχι μόνο μέ συμπάθεια, ἀλλά καί μέ τήν πιστότητα τοῦ φίλου πού εἶναι διατεθειμένος νά σταθεῖ κοντά σ’ ἐκεῖνον πού πέφτει, πού ἐκπίπτει τῆς χάριτος, πού ἀποτυγχάνει νά φθάσει στό δικό του ἰδανικό, πού διαψεύδει τίς ἐλπίδες καί τίς προσδοκίες πού εἴχαμε ἐναποθέσει ἐπάνω του; Στίς ὧρες αὐτές, ἄς στεκόμαστε δίπλα του, ἄς εἴμαστε πιστοί καί ἄς ἀποδεικνύουμε ὅτι ἡ ἀγάπη μας δέν ἐξαρτᾶτο ἀπό τήν ἐλπίδα τῆς νίκης ἀλλά ἦταν ἕνα δῶρο ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας, δῶρο «δωρεάν», δῶρο χαρούμενο καί ὑπέροχο.
Εἶναι κανείς ἀπό μᾶς ᾿Ιωσήφ ἀπό ᾿Αριμαθαίας, εἶναι κανείς ἀπό μᾶς Νικόδημος, καί μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι μοιάζουμε στίς Μυροφόρες, τίς ὁποῖες οὔτε οἱ ἀνάγκες, οὔτε ἡ ἥττα, οὔτε ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ μπόρεσε νά τίς χωρίσει ἀπό Αὐτόν; Κανείς μας δέν μοιάζει ἀπόλυτα μέ ὅλους αὐτούς. ῎Ας διδαχτοῦμε ὅμως ἀπό αὐτούς καί ἄς προσπαθήσουμε νά αὐξηθοῦμε σέ πιστότητα, μιμούμενοι ἐκείνους· ἐκείνους πού Τόν διακόνησαν, ἐκείνους πού στάθηκαν δίπλα Του τήν ὥρα τῆς ἥττας.
METR. ΑΝΤΗΟΝΥ ΒLΟΟΜ

Σάββατο, Απριλίου 21, 2018

«Οι μυροφόρες πρότυπα μιμήσεως των πιστών» (Μάρκ. ιϛ´ 2. 5. 8.)


Αυτές λοιπόν τις ένθεες και μακάριες γυναίκες, ας μιμηθούμε κι εμείς με ζέση. Και άλλος μεν ας επιδεικνύει ζήλο μιμούμενος τη Μαρία τη Μαγδαληνή όσον άφορα την πράξη. Και όπως εκείνη όλη τη νύκτα παρέμενε με ευχαρίστηση στον τάφο, ερευνώντας από κοντά την ανάσταση του Κυρίου, έτσι κι εκείνος ας επιζητεί σε όλη του τη ζωή την ανάσταση του λόγου που βρίσκεται μέσα του πεθαμένος. Αυτός όμως που θέλει να μιμηθεί τη Μαρία του Ιακώβου, ας προσηλώνει το νου του στο θεωρητικό μέρος. Αυτός ας ασχοληθεί σ’ όλη του τη ζωή με τη μελέτη των θείων εννοιών, και μέσα από την αληθινή γνώση ας γεννήσει μέσα του το λόγο και ας καρπώνεται τη συγγένεια που έχουμε με το Θεό κατά χάρη. Γιατί ο Σωτήρας μας, μας λέει· «Μητέρα και αδελφοί μου είναι όσοι εφαρμόζουν το θέλημά μου». Τέλος ας μιμηθεί τη Σαλώμη εκείνος που ως προς την αναζήτηση του καλού αποδείχθηκε ράθυμος στη νεανική του ηλικία, γιατί ήταν βυθισμένος στον ύπνο της ραθυμίας. Αυτός λοιπόν όταν ανατείλει ο ήλιος, δηλαδή όταν θα τον φωτίσει το θείο φως, ας αποδιώξει τη ραθυμία και ας συγκαταριθμήσει τον εαυτό του στη χορεία εκείνων που έχουν ήδη εντρυφήσει στο αγαθό. Το όνομα Σαλώμη ερμηνεύεται ειρηνική και δηλώνει την αγαθή ψυχή που νίκησε τα πάθη και ειρηνεύει όσο μπορεί. Αυτές λοιπόν αφού μιμηθούμε σχετικά με τη γνώση του λόγου, ας ζητήσουμε ολοπρόθυμα όταν ανατείλει ο ήλιος, όταν φωτιστεί δηλαδή το ηγεμονικό της ψυχής μας, και διασκορπιστεί σαν το σκοτάδι η άγνοια των λογισμών. Εάν λοιπόν συμπεριφερθούμε έτσι, θα δούμε την καρδιά μας να απαλλάσσεται από την σκλήρυνσή της, σαν να σηκώνεται μια πέτρα. Όταν δε μαλακώσει η καρδιά μας, θα φανεί σε μας ο άγγελος, η κίνηση δηλαδή της συνειδήσεως, που θα μας αναγγέλλει την ανάσταση του λογιστικού μέρους της ψυχής, που είχε νεκρωθεί μέσα μας. Ας γίνουμε λοιπόν στους άλλους διδάσκαλοι του καλού, σε όσων η ακοή πείθεται στην ακρόαση των θείων λόγων. Σε όσους όμως θεωρούν ότι η θεία διδασκαλία είναι ανοησίες, ας μην πούμε σε κανέναν τίποτα. Γιατί δεν είναι θεμιτό να αποκαλύπτουμε τα θεία μυστήρια στους απίστους, αυτά που εμείς αξιωθήκαμε να δούμε. Έτσι θα αποφύγουμε και ο λόγος να είναι ανώφελος και μείς να γίνουμε γι’ αυτούς αίτιοι μεγαλύτερης καταδίκης. Και ο Χριστός, ο Θεός μας, που μας ζωοποίησε με την ανάστασή του από τους νεκρούς, αυτός ας μας αναστήσει και από το θάνατο που προέρχεται από τις αμαρτίες, κι ας μας αξιώσει να κληρονομήσουμε τη βασιλεία του.

Θεοφάνους Κεραμέως,λόγος εις το β εωθινόν 

Κυριακή των Μυροφόρων: Λόγος εις το Β΄Εωθινόν



Το σημερινό ευαγγέλιο είναι το β΄εωθινό και  είναι από τον ευαγγελιστή Μάρκο και αναφέρεται στην επίσκεψη τριων μυροφόρων στο μνήμα για να μυρώσουν τον Ιησού, ανατείλαντος του ηλίου. Από την παράδοση παραλάβαμε πώς οι επισκέψεις των Μυροφόρων στο μνημείο, το πρωΐ της Κυριακής,ήταν περισσότερες από μία και αυτή στην οποία αναφερόμαστε, είναι η τρίτη και τελευταία. Άλλοι δε ομιλούν για μία επίσκεψη των μυροφόρων και για διαφορετικές παραδόσεις πού αξιοποιεί ο καθείς των ευαγγελιστών. Εμείς στα κηρύγματα μας θα δεχτούμε πώς οι επισκέψεις ήταν πολλές και διαφορετικές.Αυτή λοιπόν , ήταν η τρίτη και πρωϊνή επίσκεψη και οι μυροφόρες ήταν η Μαγδαληνή Μαρία, η Σαλώμη, μητέρα των αποστόλων Ιωάννου και Ιακώβου και συγγενής του Χριστού  και η Μαρία του Ιακώβου, μάλλον συγγενής της Θεοτόκου ή ακόμα και αυτή η Θεοτόκος, η οποία ανέθρεψε τους αδελφούς του μνήστορος Ιωσήφ με πρώτον τον Αδελφόθεο Ιάκωβο.Αναφέρεται δεν τελευταία από τις μυροφόρους, ίνα ώστε μη πιστευθεί πώς η Ανάσταση ήταν επινόηση της μητέρας του Ιησού και σπαρεί  η αμφιβολία στους ευαγγελιζομένους.

Αυτές λοιπόν οι μυροφόρες μετά την πρόχειρη και βιαστική Ταφή του Χριστού, ησύχασαν και κατά τον νόμο έμειναν αργές όλο το σάββατο, από την Παρασκευή το βράδυ, έως και την εσπέρα του Σαββάτου, κατά την οποία έληγε η αργία του πάσχα των εβραίων και το σάββατο. Και βράδυ του Σαββάτου πήγαν και αγόρασαν αρώματα για να περιποιηθούν το νεκρό σώμα του διδασκάλου τους. Μακαρίζονται από τους υμνωδούς οι γυναίκες αυτές πού αγάπησαν πολύ και δεν λογάριασαν τον φόβο των ιουδαίων και της φρουράς, αλλά έκαναν αυτό πού η αγάπη τους υπαγόρευε και θεωρούσε σωστό. Η αγάπη προς τον Χριστό, νίκησε τον φόβο των ανθρώπων.Όταν ξημέρωσε η πρώτη μέρα της εβδομάδας, η καθ ημάς Κυριακή επισκέφτηκαν το μνημείο για να μυρίσουν το σώμα. Διότι τριήμερος ο Χριστός έπρεπε να ευρίσκεται στον άδη για να κηρύξει εκεί την λύτρωση στους δεσμίους του θανάτου και πρίν την Κυριακή, πού είναι η ημέρα η μία και κλητή και βασιλική, δεν επιθυμούσε να αναστηθεί από τους νεκρούς. Ο Μάρκος μας λέγει πώς οι μυροφόρες πήγαν στο μνήμα ανατείλαντος του ηλίου. Αυτό έχει διττή σημασία. Μπορεί να αναφέρεται στην ανατολή του φυσικού ηλίου και να προσδιορίζει τον χρόνο επίσκεψης τους ή εχει πνευματικό νόημα και να αναφέρεται στην Ανατολή του νοητού Ηλίου Χριστού από το σκοτάδι του τάφου και του θανάτου. Άρα όταν οι Μυροφόρες επορεύοντο προς το μνήμα, ο Χριστός είχε ήδη αναστηθεί από τους νεκρούς, κατά το μεσονύκτιον μάλλον ή κατά τις πρώτες πρωϊνές ώρες, την λεγομένη στα συναξάρια αλεκτροφωνία.

Στην συνέχεια έχουμε την αγωνία των μυροφόρων για το ποιός θα κυλίσει τον μέγα λίθο από την είσοδο του τάφου, με τον οποίο εσφράγισαν το μνημείο. Βλέπουμε πώς  ο πόθος των μυροφόρων να επισκεφτούν τον νεκρό διδάσκαλο τους ήταν τόσο μεγάλος, πού δεν σκέφτηκαν από πριν ξεκινήσουν, αυτή τη λεπτομέρεια, παρά μόνο τώρα λίγο πριν φτάσουν στον τάφο. Οι υμνωδοί αναφέρονται στον μέγα λίθο της πωρώσεως και της αμαρτίας πού κρατά κλειστή και θαμμένη την ψυχή μας στο θάνατο των παθών και αιτούνται τον αναστημένο Χριστό, να άρει τον λίθο τον βαρύ από τις καρδιές μας. Βλέποντας όμως τον τάφο, καταλαβαίνουν πώς ο μέγας λίθος είχε σηκωθεί και ο τάφος ήταν ολάνοιχτος. Αυτό το σημείο σημαίνει πώς ο Χριστός ανέστη και δεν χρειάζεται πιά λίθος και σφραγίδες να φυλάττουν την πέτρα της ζωής. Και αυτές ατενίζουν έκπληκτες στην δεξιά πλευρά του μνημείου, όχι πιά το νεκρό σώμα, αλλά νεανίσκον , ενδεδυμένον στολήν λευκήν.Εισήλθαν στο μνημείο, όπως οι πιστοί πρέπει να εισέρχονται στα άγια των αγίων της καρδίας τους για να συναντήσουν τον Αναστάντα Χριστό. Και ο άγγελος ειναι νεανίσκος, νέος δηλαδή γιατί είναι κατά χάριν αθάνατος από τον Θεό και φορά λευκή στολή δια την δόξαν και χαρά της αναστάσεως , αλλά και επειδή είναι φως δεύτερον κατά τους Πατέρες, μετά το πρώτον Φως Θεόν. Οι γυναίκες εξεθαμβήθησαν, θαμπώθηκαν, ένιωσαν έκπληξη βαθιά και πρωτοφανή, γιατί συναντούν όχι άνθρωπο, αλλά ουράνιο πλάσμα, περιβεβλημένο την δόξα του Θεού.

Ο Άγγελος, πού κατά την παράδοση είναι ο Γαβριήλ, ο αρχάγγελος των ευαγγελισμών του Θεού, τις καθησυχάζει: Μη εκθαμβείσθε. Κατά την ιουδαϊκή νοοτροπία, όποιος βλέπει άγγελο και όραμα αγγέλου πεθαίνει. Ο άγγελος όμως φέρνει το μήνυμα της χαράς και της ανάστασης και έχει επέλθει ήδη συμφιλίωση, καταλλαγη και ειρήνη μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Ας μην νιώθουν λοιπόν έκθαμβες και φοβισμένες. Στην συνέχεια, σαν να διαβάζει τις επιθυμίες και τους φόβους τους, τις πληροφορεί πώς γνωρίζει πώς ζητούν τον Ιησούν τον εσταυρωμένον. Και τονίζει το εσταυρωμένος διότι διά του σταυρού η ζωή και διά του θανάτου η ανάσταση και επειδή η εικόνα του εσταυρωμένου πού κυριαρχεί και βασανίζει τις συνειδήσεις τους, πρέπει πλέον να αντικατασταθεί με την εικόνα του Αναστημένου, αλλά και επειδή η πραγματικότητα του θανάτου του Χριστού πάνω στον σταυρό, πιστοποιεί το θαύμα και το εξαίσιον και καταπληκτικό της ανάστασης Του από τους νεκρούς. Γιατί ήταν όντως νεκρός και ανέστη. Γιατί όντως πέθανε και ιδού ζει. Γι αυτό η Ανάσταση είναι θαύμα και λύτρωση και μοναδικό φαινόμενο. Γιατί ο Χριστός υπήρξε όντως νεκρός. Αν υπήρχε νεκροφάνεια ούτε ανάσταση θα υπήρχε. Τις πληροφορεί δε να πούνε στους μαθητές Του πώς προπορεύεται στην Γαλιλαία, όπου θα τους συναντήσει.Προπορεύεται από αυτούς, διότι μετά την ανάσταση δεν τον περιορίζει χρόνος και τόπος. Και όχι στην μιαιφόνο Ιερουσαλήμ, αλλά στην Γαλιλαία , στον οικείο δηλαδή και φιλικό τόπο θα τους αποκαλυφθεί. Και εμείς τον Χριστό δεν τον συναντάμε στην πόλη της αμαρτίας, αλλα΄στον φιλικό και οικείο χώρο της Εκκλησίας. Εκεί η συνάντηση του Αναστάντος με τους γνησίους μαθητές Του. Ξέχωρα ο άγγελος αναφέρεται στον Πέτρο, για να δηλωθεί πώς ο Χριστός δέχτηκε την μετάνοια του και τον αποκαθιστά στο αποστολικό αξίωμα.

Στην συνέχεια οι μυροφόρες βγαίνουν από το μνημείο και παρουσιάζονται κυριευμένες από τρόμο και έκσταση και εφοβούντο. Αυτός ο τρόμος και η έκσταση, λένε οι πατέρες της Εκκλησίας, δεν έχουν σχέση με τον παθολογικό φόβο πού υποβάλλουν τα οράματα και οι εκφοβισμοί των δαιμόνων, ούτε αναφέρονται στο φυσικό του φόβου πάθος. Γιατί οι μυροφόρες με την πράξη και την αγάπη τους ενίκησαν κάθε αίσθημα δειλίας. Είναι αυτό το υπερβατικό δέος και η ανεκλάλητη αίσθηση πού κυριεύει και πληροί τους ανθρώπους του Θεού , μετά από κάθε θεοφάνεια και αγγελοφάνεια και δεν περιγράφεται με λόγια συμβατικά ανθρώπων. Αυτή η χαρά και το δέος και η έκσταση φυλάττονται ως μαργαρίτες εν τη καρδία και δεν κοινοποιούνται στους αμαρτωλούς και αναξίους. Γι αυτό και οι μυροφόρες, δεν είπαν τίποτα σε κανένα για το όραμα και τον ευαγγελισμό τους. Αυτό το "ουδενί" αναφέρεται βέβαια στους φονείς του Χριστού ιουδαίους και στην πόλη της αμαρτίας και του θανάτου και όχι στους αποστόλους, τους οποίους γνωρίζουμε ότι πληροφορούν, επειδή είναι δεκτικοί του ευαγγελίου και άλλωστε τους υπαγόρευσε κάτι τέτοιο ο Κύριος, διά μέσω του αγγέλου Του. Οι μυροφόρες λοιπόν γίνονται προφήτες και ευαγγελιστές του Θεού, στο μεγαλύτερο και σπουδαιότερο μήνυμα Του προς τον Κόσμο: Ότι νικήθηκε και καταργήθηκε ο θάνατος, νικήθηκε ο τύρρανος διάβολος και ο άνθρωπος βρήκε την ζωή και το μέγα έλεος με την ανάσταση του Κυρίου Του. Αυτή η ανάσταση ας φωτίζει την εκκλησιαστική πνευματική μας ζωή, ως κέντρο πίστης και εκπομπής, πάσης ευλογίας. ΑΜΗΝ



έγραφα τη 13-6-2015 ππκ

Παρασκευή, Απριλίου 20, 2018

Ας μιμηθούμε τον Ιωσήφ...


Επαινώ την πίστη σου, Ιωσήφ. Μακαρίζω την προαίρεσή σου. Υποκλίνομαι με σεβασμό στο έργο σου. Ελεεινολογώ τους ανθρώπους εκείνους, που αγαπούν τους φίλους τους τον καιρό της ευημερίας τους και τους πλησιάζουν, τον καιρό όμως της δυστυχίας τους τους αποστρέφονται και τους αποφεύγουν.
Επειδή, λοιπόν, είναι μακάριο το έργο του Ιωσήφ, ας το μιμηθούμε. Και πώς θα το μιμηθούμε; Ακούστε, αδελφές μου. Είναι κάποιος κλεισμένος στη φυλακή, καταδικασμένος, περιφρονημένος, μισημένος από συγγενείς και φίλους και γείτονες; Ας πάμε στη φυλακή να τον επισκεφθούμε, να τον ελευθερώσουμε από τη φυλακή, να εγγυηθούμε γι’ αυτόν, να συνεισφέρουμε όλοι και καλύπτοντας τα χρέη του με το σεντόνι της συνεισφοράς μας και της άρσεως του βάρους του, να τα θάψουμε (Ματθ. κε’ 36). Είναι ο άλλος κατάκοιτος από αρρώστια; Ας τον υπηρετήσουμε, ας του προσφέρουμε αυτά που απαλύνουν την αρρώστια του, ας δέσουμε τα τραύματά του και με τη θεραπεία, ας θάψουμε τους πόνους του στην υγεία (Ματθ. κε’ 36). Είναι ένας άλλος αιχμάλωτος; Ας τον εξαγοράσουμε, ας τον βγάλουμε από τα χέρια αυτών που τον κρατούν, ας τον ελευθερώσουμε και ας τον οδηγήσουμε στην πατρίδα του, για να τον κρατήσουμε έτσι και στην ευσέβεια. Άλλος ζει μέσα στις απολαύσεις τού βίου και γενικά περνά τη ζωή του μέσα στα πράγματα του κόσμου; Να τον συμβουλέψουμε και με την καλή συμβουλή να τον πιάσουμε και μαζί του να πάμε προς την Εκκλησία και με την παρουσία του εκεί να τον βγάλουμε έξω από τους μάταιους δρόμους της ζωής του. Εάν κάνουμε αυτά, με οσιότητα ενταφιάζουμε το σώμα του Ιησού και μιμούμαστε τον Ιωσήφ.

άγιος Θεόληπτος Φιλαδελφείας 

Mη μου άπτου...


Τά σκηνικά πού πλαισιώνουν, ὡς πρόσωπα καί καταστάσεις, τά λόγια τοῦ Κυρίου πρός τήν ἁγία Μαρία τή Μαγδαληνή (Ἰωάν. κ´ 17), μᾶς ὠθοῦν σέ πλούσια βιώματα ἀναγόμενα στή βαθύτερη σχέση μας μέ τόν Χριστόν. Σέ βιώματα ἐσώτερης πνευματικῆς καί μυστικῆς ζωῆς, ἀλλά καί βαθύτερου λατρευτικοῦ ἤθους.
Ἡ Μαγδαληνή Μαρία, στή δεδομένη χωροχρονική τομή, θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ σύμβολο κάθε ἀνθρώπου «ἐκκλησιασμένου» σέ ἐπίπεδο ψυχικό, πού εὐτύχησε νά ἔχει πολυάριθμες, θερμές καί «καρποφόρες» σχέσεις μέ τόν Κύριο μέσα στήν ἐκκλησία Του, πού ὅμως μέσα στήν πορεία τῶν σχέσεών του πρός Αὐτόν κάποτε χάνει τήν «ἐπαφή» (ὁ Χριστός Σταυρώθηκε καί Ἐνταφιάστηκε) καί τή θρησκευτική «συναλλαγή», καί βλέπει ὅτι δέν κερδίζει τίποτε!
Τότε παραπαίει μεταξύ ἐλπίδας καί ἀποκαρδίωσης, διατηρώντας συγχρόνως, «μπλοκαρισμένα» κάπως, ὅλα τά αἰσθήματα λατρείας καί ἀφοσίωσης στό μή βλεπόμενο πιά πρόσωπό Του. Ἐξακολουθεῖ καί «πηγαίνει στήν Ἐκκλησία» Του, ὅπως ἡ Μαγδαληνή Μαρία παρέμενε στό «κενό» πιά μνημεῖο Του, ἐπιθυμώντας μίαν ἀναζωογόνηση κερδοφόρου σχέσης μέ τόν Χριστόν, ἀκούοντας τά κηρύγματα τοῦ Θείου λόγου, ἀναστρεφόμενος τούς ἁγίους καί τούς πιστούς, ὅπως ἡ Μαγδαληνή Μαρία τούς ἀγγέλους πλησίον τοῦ κενοῦ μνημείου.
Βοηθεῖται, μέ μιά τέτοια προσπάθεια, νά ζήσει τό πένθος του γιά τή «χαμένη σχέση» καί νά τό ἐκφράσει (Γύναι τί κλαίεις, τίνα ζητεῖς; Ὅτι ἦραν τόν Κύριόν μου τοῦ τάφου καί οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν). Τότε ἀκριβῶς, πού θρηνεῖται ἡ ἄγνοια καί μεγεθύνεται ὁ σπαραγμός γιά τήν ἀπώλεια τοῦ ἐπιθυμητοῦ, ὁ Ἰησοῦς κρίνει ὅτι μπορεῖ, μέ μιά ἄμεση ἀλλά ὄχι καί χειροπιαστή μέθοδο, νά προκαλέσει μιά διαλογική σχέση μέ τόν ἄνθρωπο, χωρίς ὅμως καί νά τοῦ δώσει τήν δυνατότητα ἀνανέωσης τῆς «ἐπαφῆς», στό ἐπίπεδο πού λειτουργοῦσε κατά τό παρελθόν (μή μου ἅπτου), ἀλλά προκαλώντας τον νά κοινωνήσει, τήν ἀλήθεια τῆς ἀνάστασής Του μέ τούς ἄλλους, τού φοβισμένους καί προβληματισμένους Μαθητές Του, καί περιμένοντας τήν ἀνάβασή Του σέ νέο πνευματικό – τουλάχιστον πνευματικώτερο – ἐπίπεδο, στό «Ὑπερῶο τῆς Πεντηκοστῆς» μέ τήν κάθοδο τοῦ Παρακλήκου Πνεύματος, ὅπου θά κατανοήσει τούς λόγους «πνεῦμα ὁ Θεός καί τούς προσκυνοῦντας Αὐτόν ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν».
Τότε πιά θά μπορεῖ νά κατανοήσει καί νά ἐπιθυμήσει νά ζήσει τό «…ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ», θά μπορεῖ νά συνεργασθεῖ γιά τήν ἔνταξη τῆς ὑπόστασης του στήν ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ, θά λαχταρᾶ τή Χριστοείδεια καί ὄχι τή ἰδιοτελῆ θρησκευτική συναλλαγή!   Ὅλη αὐτή τή «γκάμμα» τῶν πνευματικῶν «μεθηλικιώσεων», κάθε πιστός, ἀκόρεστος γιά πρόοδο πνευματική, ὀφείλει νά τήν περάσει μέ ἐπιτυχία καί ὑπαρκτική γνησιότητα.

Ἀρχιμ.Ἀντώνιος Ρωμαῖος
 imaik.gr 

Πέμπτη, Απριλίου 19, 2018

Ο Ιωσήφ, ο Νικόδημος και οι άρχοντες κάθε εποχής



Ο Ιωσήφ ο ευσχήμων και δίκαιος, είναι ένα πρόσωπο, πού εμφανίζεται στα ευαγγέλια αμέσως την ημέρα του Πάθους και μετά τον θάνατο του Χριστού. Ζητά το σώμα από τον Πιλάτο και θάβει τον διδάσκαλο του, σε καινό μνημείο πού προετοίμαζε για τον εαυτό του. Πληροφορούμαστε επίσης πώς ήταν επίσημο πρόσωπο και πώς περίμενε και αυτός την βασιλεία του Θεού, πράγμα πού μπορεί να σημαίνει πώς ήταν ένας κρυφός μαθητής του Χριστού, διά τον φόβο των Ιουδαίων ή ένας πολύ ευλαβής και ευσεβής άνθρωπος. Ο Νικόδημος είναι αυτός ο νυχτερινός μαθητής του Ιησού με τον οποίο διαλέχτηκε κάποτε σε υψηλό θεολογικό επίπεδο και πού προσπάθησε εις μάτην να υποστηρίξει τον Χριστό ενώπιον του συνεδρίου. Αυτός έφερε μια τεράστια ποσότητα μύρων στην ταφή του Χριστού για να τιμήσει τον διδάσκαλο Του.Και οι δύο ήταν άνθρωποι της εξουσίας και με υπόληψη ενώπιον των ιουδαϊκών και ρωμαϊκών αρχών.Και όμως αυτή την τους την υπόληψη και κοινωνική θέση καταφέρνουν από την αγάπη την πολλή ή από την καρδιακή τους εντιμότητα και με γενναιότητα ψυχής να μην την υπολογίζουν. Ενώ ακόμα ο όχλος μαίνεται και οι άρχοντες της αμαρτίας επικρατούν και ο Ιησούς φαίνεται ότι νικάται και εξουθενώνεται και μαθητές και απόστολοι διασκορπίζονται και κρύβονται, τα δυο αυτά ιερά πρόσωπα δείχνουν γενναιότητα και αυτοθυσία. Περιστοιχίζουν τον ηττημένο και αποσυνάγωγο και εβδελυγμένον θεωρούμενον ως νεκρόν, ον απεδοκίμασαν οι θρησκευτικοί άρχοντες του λαού τους και τον θάβουν επιμελώς και τιμητικά με βασιλικές τιμές.


Ζούμε σε μια εποχή πού η εξουσία ταυτίζεται άμεσα με την πνευματική και υλική διαφθορά και η διαφθορά αυτή διαχέεται ως ατομισμός και δίψα για διάκριση, επιβίωση, αυτοπροβολή, συντήρηση του ειδώλου( Image) και στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Όποιος δεν βαδίζει με τον συρμό και πολύ περισσότερο όποιος δεν αγωνίζεται να επιβληθεί εξουσιαστικά στο κοινωνικό στερέωμα, όχι μόνο καταποντίζεται αλλά και αναγνωρίζεται ως περιθωριακός και μηδαμινός.Η στάση των ευσχημόνων ανδρών δεν είναι προκλητική μόνον για την εποχή τους. Είναι εκτός έθους και παραμένει προκλητική και για  την σημερινή ανταγωνιστική και απόλυτα εικονολατρική εποχή. Είναι πολύ γενναίο να πηγαίνεις ενάντια στο ρεύμα και στις κοινωνικές αρχές και συμβάσεις, είναι ανοίκειο να επιβάλεις εσύ το πρέπον επειδή υπάρχει προσωπική ηθική συνείδηση, ενώ γύρω και πλάι καταργείται κάθε γνήσια πρωτοβουλία και γνησιότητα. Ιερό είναι το επιβαλλόμενο και ό,τι επικρατεί. Λοιπόν, οι ευσεβείς είναι ασεβείς για τον κόσμο και οι φειλεύσπλαχνοι τρελοί που μαίνονται, άρα και οι έντιμοι είναι επικίνδυνοι και κάθε αλτρουισμος τρέφει την καχυποψία.Ο νους μας δεν μπορεί να συλλάβει την παράσταση δύο αρχόντων να υπερβαίνουν τα νενομισμένα και να φέρονται με τέτοια ανθρώπινη τρυφερότητα και εντιμότητα σε έναν αποστάτη του γένους και της κοινωνίας.Γιατί οι άρχοντες είναι σκληροί συνήθως και υπηρετούν τον εαυτό τους. Ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος είναι οι ήρωες της αγάπης και της αυτοθυσίας, αυτό πού εμείς που λεγόμαστε οι πολλοί και το σύνολον έχουμε απαίτηση απο την άρχουσα τάξη να ασπαστεί και να υποδυθεί: τον ρόλο της θυσίας και της προσφοράς, το σπάσιμο κάθε αλυσίδας πού συγκρατεί την τυρανία του φόβου, της επιβολής και της διάκρισης. Η φιλευσπλαχνία και η αγάπη για την αλήθεια, την έμπρακτη αλήθεια είναι το αεί ζητούμενον.Φτάνει εμείς ως σύνολο να απεκδυθούμε την διαφθορά και την προκατάληψη και να εννοήσουμε πώς οι άρχοντες δεν είναι οι ιεροφάντες του καθεστώτος και του πρέποντος και εμείς οι σιωπηλοί ακόλουθοι τους, αλλα οι τηρητές του αυτονόητου που έρχονται και να μας εκφράσουν, αλλά και να μας διδάξουν δίνοντας το παράδειγμα της γενναίας απόφασης. Σε κάθε άλλη περίπτωση αποτελούμε μαζί τους ένα αξιολύπητο σύνολο.



ππκ

ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΠΛΑΝΟ ΠΟΛΥΒΟΟ ΚΟΣΜΟ...




Κάθε χρονιά , προσμένοντας των μυροφόρων , η σκέψη πάει στις απλές και πολλές φορές και απλοϊκές εκείνες ψυχές, πού θα περάσουν από τον ναό ή κάποιο παρεκκλήσι και θα ακουμπήσουν με αγάπη και διακριτικότητα, ένα κεράκι, ένα λουλούδι, λίγα σπειριά λιβάνι σε κάποιο εικόνισμα του Χριστού ή της Παναγίας.
Και βαθιά βαθιά τους δεν γνωρίζουν τίποτα από το ότι ο Θεός δεν έχει ανάγκη τίποτα από αυτά, αλλά τούτο είναι το μεγαλείο της αγάπης τους, η προσφορά τους η καρδιακή πού Τον βλέπουν και σαν πρόσωπο υπερβατικό και συνάμα αγαπημένο και κοντινό πού δέχεται την λατρεία τους απλώνοντας την παλάμηΤου την θεϊκή και δεχόμενος τα δώρα τους.
Είναι η προσευχή τους και η ευγνωμοσύνη τους, πολλές φορές το αίτημα τους, πού παίρνει μορφή και ύλη σε κάτι τόσο ταπεινό και ευτελές, πού μεταμορφώνεται σε αρχοντικότατη προσφορά. Και αυτο το μικρό είναι τα δώρα των μάγων, το αλάβαστρο της πόρνης, τα μύρα των γυναικών πρωΐ της μιάς των σαββάτων και το θυμίαμα των αγγέλων.
Τέτοια αγάπη! Ελάχιστη για τον κόσμο, πού δεν αντισταθμίζεται όμως με χιλιάδες διακηρύξεις πίστης και τα μεγάλα λόγια των σπουδαίων της κάθε εκκλησιαστικής κοινότητας.

Τετάρτη, Απριλίου 18, 2018

Mακάριοι άνθρωποι-φ.κόντογλου

Θα σας πάγω σήμερα σε κάποια μέρη ξεχασμένα, κοντά σ’ ένα βουνό γίγαντα, λεγόμενο Τσιμποράθο. Άλλη φορά ζούσανε σ’ αυτόν τον τόπο κάτι ανθρώποι απλοί κι αγαθόκαρδοι, πλην σήμερα έχουνε ξεκληριστεί από τους άσπρους που περάσανε στην Αμερική από την Ευρώπη· γι’ αυτό φαντάζουμαι πως οι λιγοστοί που βαστάνε ακόμα απ’ αυτουνούς τους φουκαράδες, στη φαντασία τους ο διάβολος θε να ’ναι άσπρος κι όχι μαύρος σαν τον δικό μας.
  Από τόσες που πατήσανε στον καινούργιο κόσμο οι άσπροι, όλες οι δυστυχίες πέσανε στην κεφαλή τους. Προ χρόνια, βρισκόντανε ακόμα κάτι σπίτια χτισμένα με ξεροτρόχαλο και σκεπασμένα με χορτάρια. Κοντά στο Σούπα φαίνουνται τα χαλάσματα από μια μεγάλη πολιτεία, χτισμένη στην πλαγιά ενούς βράχου, και μέσα στην πέτρα έχουνε σκάψει κάτι γαλαρίες. Σώζουνται ακόμα και κάτι τοίχοι σα να ’ναι από κάστρο. Στα μνημούρια μέσα βρίσκουνται κομμάτια από ρούχα μπαμπακερά, κανάτια, αραποσίτι, μπιζέλια, φύλλα των δέντρων, κοντάρια, κούκλες χωματένιες κι άλλες από μπαμπάκι, βραχιόλια, κάτι δαχτυλήθρες από μάλαμα που τις βάζανε στ’ αυτιά και στο στόμα των πεθαμένων.
  Το χώμα είναι σαν άμμος, κατάξερο, για τούτο τα κορμιά διατηρούνται σα μούμιες, με τα ρούχα μαζί.
  Πέτρες κείτουνται σωριασμένες, κι απάνου σ’ αυτές τις πεθαμένες πέτρες και στα χαλάσματα κάθουνται οι γουστέρες κατακαιγόμενες από τον ήλιο· το κορμί τους θαρρείς πως το ζωγράφισε κανένας μεγάλος τεχνίτης, με ρίγες ωραιότατες, πράσινες, κίτρινες και καφεδιές. Χάφτουνε τις μύγες.
  Σ’ ένα μέρος που το λένε Παραμόγκα βρίσκουνται χαλάσματα από κάποιο παλάτι καστρογυρισμένο, πολύ μεγάλο. Οι τοίχοι είναι από λάσπη, μα είναι πολύ χοντροί. Το καθεαυτού χτίριο ήτανε χτισμένο απάνου σ’ ένα ύψωμα, αλλά οι τοίχοι του κατεβαίνουνε ίσαμε κάτω, στη ρίζα του βουνού. Ανεβαίνανε από κάποιο μονοπάτι που στρίβει σα λαβύρινθος ολόγυρα σε κείνο το βουνί, για να μην μπορεί να τό ’βρει εύκολα ο οχτρός.
  Εκεί κοντά βρισκότανε κι ένα χωριό λεγόμενο Ιχοκάν, απάνου σ’ ένα βουνό. Κάνει πολύ κρύο. Στα παλιά τα χρόνια ήτανε σ’ αυτό το χωριό παπάς κάποιος Ιντιάνος, που πρωτύτερα ήτανε Κασίκης, δηλαδή βασιλιάς του τόπου. Αλλά γίνηκε χριστιανός και στάθηκε σοφός στη θεολογία και στα λατινικά, κι είχε μια μεγάλη βιβλιοθήκη με βιβλία ελληνικά, λατινικά, γαλλικά και ιγγλέζικα. Ήξερε και πολλά πράματα της επιστήμης.
  Σ’ αυτά τα μέρη, τη νύχτα φέγγουνε στον ουρανό άλλα άστρα. Το δρόμο τούς δείχνει ο Σταυρός της Νοτιάς, όπως εμείς έχουμε τ’ Άστρο της Τραμουντάνας. Λένε «ο Σταυρός γέρνει κατά τη θάλασσα· σε λίγο θα φέξει».
 Να δείτε τι καλοί άνθρωποι βρίσκουνται ανάμεσα σε κείνα τ’ άσπλαχνα βουνά.
  Λέγανε πως πολύ μακριά, κοντά σε κάποιο ποτάμι, ζούσε μια φυλή πολύ άγρια κι αιμοβόρα, λεγόμενη Μαλάμπας. Βρέθηκε ένας Ιγγλέζος χασομέρης κι αποφάσισε να πάγει να τους δει, μα οι φίλοι του τον μποδίζανε, από φόβο μην τον χαλάσουνε κείνοι οι ανθρωποφάγοι. Αλλά αυτός πήρε τα μάτια του ολομόναχος, αφού κι ο παραγιός του φοβήθηκε να πάγει μαζί του, και τράβηξε, έχοντας μέσα σε κάτι ταγάρια χάντρες πολλές και κάτι τέτοια μωροπαίχνιδα.
  Κίνησε κατά το γλυκοχάραμα, με μια ποταμίσια κουρίτα κουπί τραβούσανε δυο Ιντιάνοι. Τη νύχτα κοιμηθήκανε στην ακροποταμιά. Το πρωί στείλανε τον ένα Ιντιάνο να πάγει στον Κασίκη και να του πει πως ήρτε ένας άσπρος άνθρωπος, γιος του Ήλιου, όπως τους λέγανε. Σε λίγη ώρα ήρτε ο Κασίκης, μέσα στην κουρίτα του, μαζί με τον Ιντιάνο που ’χανε σταλμένον.
  Ο Ιγγλέζος του ’πε πως είχε πάγει σ’ αυτά τα μέρη γιατί είχε πόθο να δει τους Μαλάμπας από κοντά, και πως ήρτε σα φίλος. Και κείνος πολύ φχαριστήθηκε. Αγκαλιαστήκανε και τον πήρε ο Κασίκης μέσα στο καΐκι του.
  Φτάξανε στο παλάτι του πριν το μεσημέρι. Τότες ο Κασίκης κάθισε μαζί με τον άσπρο σε μια ψάθα. Τέσσερα παλικάρια παραστεκόντανε.  Κουβεντιάζανε κάμποση ώρα. Ωστόσο ο Κασίκης υποψιαζότανε ακόμα πως ο άσπρος πήγε για χρυσάφι, μα ο Ιγγλέζος τον βεβαίωσε πως να μην έχει τέτοια ιδέα.
  Τότες ο γέρος τού είπε πως είναι λεύτερος να καθίσει μαζί τους όσο του αρέσει και να φύγει όποτε βαρεθεί, και πως μπορούσε να στείλει πίσω στο χωριό τούς δυο βαρκάρηδες· και πως θα τον πηγαίνανε στο χωριό οι δυο γιοι του, όποτε τραβήξει η καρδιά του να γυρίσει πίσω.
  Αυτή η φυλή ήτανε απάνου κάτου ίσαμε διακόσιες οικογένειες. Αλλά μέσα στα λογκάρια ήτανε σκορπισμένες και πολλές άλλες φυλές. Για τούτο βλέπανε οι άσπροι ν’ ανεβαίνει καπνός εδώ και κει μέσα στα δάση.
  Άμα φάγανε, έβγαλε ο Ιγγλέζος τις χάντρες και τις μοίρασε, κι οι Ιντιάνοι κάνανε σαν τρελοί από τη χαρά τους. Ύστερα παρακάλεσε τις γυναίκες να ζωγραφίσουνε το κορμί του και να το παρδαλίσουνε, όπως είναι η συνήθειά τους. Τον πλουμίσανε λοιπόν μ’ όλη την τέχνη τους…
  Τους ξανάδωσε πάλι χάντρες, κουδούνια, χτένια και τέτοια. Στο γέρο Κασίκη χάρισε το κουτάλι του, το πιρούνι του και το μαχαίρι του, και στους γιους του δυο μπουκάλια. Με το ρολόγι του ζουρλαθήκανε, μάλιστα σαν το ’βαλε απάνου σ’ ένα σανίδι, γιατί πρωτύτερα νομίζανε πως ο σφυγμός του χεριού του το ζωντάνευε. Σαν το ’βαλε στ’ αυτί τους, αρχίσανε να φωνάζουνε σαν παιδιά, πηδούσανε, χορεύανε, κι ύστερα πάλι πηγαίνανε και τ’ αφουγκραζόντανε. Στο τέλος συμφωνήσανε όλοι, πως είχε κλείσει μέσα κανένα πουλί, κι έκανε τικ τακ θέλοντας να φύγει. Τότες τ’ άνοιξε, και σαν είδανε μέσα, πιάσανε και φωνάζανε: «Μανάν, Mανάν, Xι τρομπιχότε», που θα πει: «Όχι, όχι, είναι ζαχαρόμυλος», επειδή κάποιος τους είχε πει για μια τέτοια μηχανή.
  Τρώγανε δυο φορές την ημέρα, πρωί και βράδυ. Τρώγανε μπανάνες κι άλλα φρούτα, λίγο κρέας και ψάρια, που ’χε πολλά το ποτάμι. Τιμωρούσανε τον κλέφτη, βάζοντάς τον ο Κασίκης να δώσει τα διπλά απ’ όσα έκλεψε. Μα πολύ ανάριες ήτανε οι αδικίες, και ποτές δε μαλώνανε. «Ποτές δε γίνεται σκοτωμός στο μέρος μας» είπε του Ιγγλέζου ο γέρος.
  Κάθισε μαζί τους μονάχα δυο τρεις μέρες. Τους αποχαιρέτησε, κι ήτανε πολύ πικραμένοι. Οι δυο γιοι του Κασίκη πήγανε μαζί του. Ο Κασίκης τον παρακάλεσε να του στείλει λίγο αλάτι, γιατί δε βρισκότανε εκεί πέρα τέτοιο πράμα, κι ύστερα του ’πε να ζήσει μαζί τους αν βαρεθεί τους άσπρους, και πως θα του ’δινε την κόρη του για γυναίκα, και πως θα γίνει Κασίκης στο ποδάρι του.
  Σαν κατεβήκανε στην ακροποταμιά, όλες οι γυναίκες τρέξανε κοντά του. Τη στιγμή π’ αρχίσανε να κατεβαίνουνε το ποτάμι, μαζευτήκανε όλες και πιάσανε και λέγανε κάποιο τραγούδι του μισεμού. Αυτές πρωτολέγανε κι οι γιοι του Κασίκη αποκρινόντανε από το καΐκι. Κοίταξε η μάνα μας η φύση, τι μεγάλα πράματα μαθαίνει στα παιδιά της.
  Κείνη τη στιγμή ο άσπρος άνθρωπος γύρισε το πρόσωπό του και σφούγγιξε τα δάκρυά του ντροπιασμένος. Αχ! Γι’ αυτόν τον αμαρτωλό κατέβηκε ο Χριστός στη γη, ενώ για κείνα τα αθώα πλάσματα δεν ήτανε καμιά ανάγκη να σταυρωθεί.
  Φτάνοντας στο χωριό, απ’ όπου είχε ξεκινήσει, οι φίλοι του χαρήκανε πολύ, γιατί τον είχανε για χαμένο, και γελάσανε με το πλουμισμένο πετσί του. Γέμισε αλάτι το καΐκι και το ’στειλε του Κασίκη. Έδωσε και κάτι πράματα στα παιδιά του. Τον αγκαλιάσανε και τον φιλήσανε απάνου στο στήθος.
  Άμα αλαργάρανε, τα μάτια του Ιγγλέζου ξαναβουρκώσανε. «Αυτοί οι ανθρώποι τι είχανε να περιμένουνε από τη φυλή του; Να γίνουνε πιο τίμιοι; Να γίνουνε πιο φτυχισμένοι;»

(από το βιβλίο: Φώτης Kόντογλου, Ιστορίες και περιστατικά, Eκδότης Σ. Nικολόπουλος, 1944)

ΣΝΕλλ.
Πιές μια γουλιά απ'αυτή τη χρυσή κούπα, το νέκταρ της κάνει παράδεισο αυτόν τον κόσμο.
 Πιές, πιές και γέλασε μ'αυτόν τον παλιάτσο που άλλοι τον λένε απελπισία...

αναρτήθηκε στο fb από santi italogreci

Τρίτη, Απριλίου 17, 2018

Η αναστάσιμη χαρά του αγίου Πορφυρίου και η αναστάσιμη τρέλα του παπα Φώτη Λαυριώτη



Ἀντί ἄλλης Πασχάλιας εὐχῆς θά σᾶς μεταφέρω τά χαρμόσυνα ἀναστάσιμα βιώματα τοῦ μακαριστοῦ γέροντα Πορφύριου, ὅπως τά ἔζησα μία Τρίτη της Διακαινησίμου στό κελάκι του.
Πῆγα νά τον δω σάν γιατρός. Μετά τήν καρδιολογική ἐξέταση καί τό συνηθισμένο καρδιογράφημα, μέ παρακάλεσε νά μήν φύγω. Κάθισα στό σκαμνάκι κοντά στό κρεβάτι του. Ἔλαμπε ἀπό χαρά τό πρόσωπό του.
Μέ ρώτησε:
-Ξέρεις τό τροπάριο πού λέει «Θανάτου ἐορτάζομεν νέκρωσιν…»;
-Ναί γέροντα, τό ξέρω.
-Πές το.
Ἄρχισα γρήγορα-γρήγορα. «Θανάτου ἐορτάζομεν νέκρωσιν, Ἅδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτής, τῆς αἰωνίου, ἀπαρχήν καί σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τόν αἴτιο, τόν μόνον εὐλογητόν τῶν πατέρων Θεόν καί ὑπερένδοξον».
-Τό κατάλαβες;
-Ἀσφαλῶς τό κατάλαβα. Νόμισα πώς μέ ρωτάει γιά τήν ἑρμηνεία του. Ἔκανε μία ἀπότομη κίνηση τοῦ χεριοῦ του καί μοῦ εἶπε:
-Τίποτε δέν κατάλαβες βρέ Γιωργάκη! Ἐσύ τό εἶπες σάν βιαστικός ψάλτης… Ἄκου τί φοβερά πράγματα λέει αὐτό τό τροπάριο. Ὁ Χριστός μέ τήν Ἀνάστασή Του δέν μᾶς πέρασε ἀπέναντι ἀπό ἕνα ποτάμι, ἀπό ἕνα ρῆγμα γής, ἀπό μία διώρυγα, ἀπό μία λίμνη ἤ ἀπό τήν Ἐρυθρά θάλασσα. Μᾶς πέρασε ἀπέναντι ἀπό ἕνα χάος, ἀπό μία ἄβυσσο, πού ἦταν ἀδύνατο νά τήν περάσει ὁ ἄνθρωπος μόνος. Αἰῶνες περίμενε αὐτό τό πέρασμα, αὐτό τό Πάσχα. Ὁ Χριστός μᾶς πέρασε ἀπό… τόν θάνατο, στή Ζωή. Γι’ αὐτό σήμερα «Θανάτου ἐορτάζομεν νέκρωσιν, ἅδου τήν καθαίρεσιν». Χάθηκε ὁ θάνατος. Τό κατάλαβες; Σήμερα γιορτάζουμε τήν «ἀπαρχή» τῆς «ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου» ζωῆς κοντά Του.
Μίλαγε μέ ἐνθουσιασμό καί βεβαιότητα. Συγκινήθηκε. Σιώπησε λίγο καί συνέχισε πιό δυνατά:
-Τώρα δέν ὑπάρχει χάος, θάνατος καί νέκρωση, Ἅδης. Τώρα ὅλα χαρά, χάρις καί Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας.
Ἀναστήθηκε μαζί Του ἡ ἀνθρώπινη φύση. Τώρα μποροῦμε καί μεῖς νά ἀναστηθοῦμε, νά ζήσουμε αἰώνια κοντά Του… Τί εὐτυχία ἡ Ἀνάσταση! «Καί σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τόν αἴτιον». Ἔχεις δεῖ τά κατσικάκια τώρα τήν ἄνοιξη νά χοροπηδοῦν πάνω στό γρασίδι, νά τρῶνε λίγο ἀπό τή μάνα τους καί νά χοροπηδοῦν ξανά; Αὐτό εἶναι τό σκίρτημα, τό χοροπήδημα.
Ἔτσι ἔπρεπε κι ἐμεῖς νά χοροπηδοῦμε ἀπό χαρά ἀνείπωτη γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καί τήν δική μας. Διέκοψε πάλι τό λόγο του. Ἀνέπνεα μία εὐφρόσυνη ἀτμόσφαιρα.
-«Μπορῶ νά σού δώσω μία συμβουλή;» συνέχισε. «Σέ κάθε θλίψη σου, σέ κάθε ἀποτυχία σου νά συγκεντρώνεσαι μισό λεφτό στόν ἑαυτό σου καί νά λές ἀργά-ἀργά αὐτό τό τροπάριο. Θά βλέπεις ὅτι τό μεγαλύτερο πράγμα στή ζωή σου -καί στή ζωή τοῦ κόσμου ὅλου- ἔγινε. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἡ σωτηρία μας. Καί θά συνειδητοποιεῖς ὅτι ἡ ἀναποδιά πού σου συμβαίνει εἶναι πολύ μικρή γιά νά χαλάσει τή διάθεσή σου».
Μοῦ’ σφίξε τό χέρι λέγοντας:
-Σού εὔχομαι νά «σκιρτᾶς» ἀπό χαρά, κοιτάζοντας πίσω σου τό χάος ἀπό τό ὁποῖο μᾶς πέρασε ὁ Ἀναστάς Κύριος, «ὁ μόνος εὐλογητός τῶν Πατέρων»… Ψάλε τώρα καί τό «Χριστός Ἀνέστη».
Ὑστερόγραφο δικό μου: «ἀληθῶς Ἀνέστη»!!!
(Γεώργιος Παπαζάχος, καθηγητής Ἰατρικῆς)

***

[Η Αναστάσιμη Τρέλα του παπα-Φώτη Λαυριώτη ]
...Η χαρά αυτή που ζούσε και εξέπεμπε δεν τον εγκατέλειπε σχεδόν ποτέ. Θυμάμαι, όταν κάποια στιγμή βρισκόμουν για προσωπική μου υπόθεση, στον Παπάδο της Γέρας (περιοχή της Μυτιλήνης), τη μεταπασχαλινή περίοδο του 1999, συνάντησα τον παπα-Φώτη να τριγυρνά καταμεσής στο δρόμο με το τριμμένο ράσο του, τις παντόφλες του, τον παραδοσιακό τρουβά στον ώμο και ένα μπαστούνι στο χέρι, το οποίο χτυπούσε ρυθμικά στον δρόμο, ψέλνοντας με όση δύναμη του είχε δώσει ο Θεός, «τόν Κύριον ὑμνεῖτε, καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας» και τα αυτοκίνητα να περνάνε δίπλα του, δεξιά και αριστερά του και να κορνάρουν και οι οδηγοί να βγαίνουν στα παράθυρα των αυτοκινήτων τους και να τον χαιρετάνε. Πραγματικά, πασχαλινή γιορτή ανεπανάληπτη, απτή απόδειξη «της τρέλας τού να είσαι χριστιανός». Το περιστατικό αυτό το ενθυμούμαι και το αναφέρω συχνά ως ένα παράδειγμα «αγίας σαλότητας», για το πώς, δηλαδή, μεταμορφώνεται ο άνθρωπος εκείνος που ζει την «σαλή», την «τρελή», την ολοκληρωτική αφοσίωση, την πηγαία αγάπη και χαρά για τον αναστάντα εκ νεκρών Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. 

π.τσαγκάρης,θεολόγος