ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Σάββατο, Απριλίου 06, 2013

Παράλληλα Κείμενα : Η ΣΤΑΥΡΩΣΗ ΚΑΙ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ


 1. Η ιστορία του αποτρόπαιου μαρτυρίου της σταύρωσης



crucifixion_400
Ο Μάρκος Τύλλιος Κικέρωνας, γνωστός και απλά ως Κικέρων, θεωρείται δικαίως ένας από τους μεγαλύτερους διανοητές, ρήτορες και συγγραφείς στη λατινική γλώσσα. Μία από τις φοβερότερες εμπειρίες της ζωής του (έζησε μεταξύ 106 π.Χ. και 43 π.Χ., δηλαδή στο τέλος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας) ήταν η παρουσία σε εκτέλεση καταδίκου με τη μέθοδο της σταύρωσης. «Είναι το πλέον φρικτό βασανιστήριο που έχω παρακολουθήσει», είπε.
Γενικά οι Ρωμαίοι ευγενείς απέφευγαν ακόμα και να αναφέρουν τις λέξεις σταύρωση ή σταυρός. Τις θεωρούσαν αποτρόπαιες, όπως αποτρόπαιο και ασύλληπτης αγριότητας ήταν το μαρτύριο που δήλωναν.
Οι ιστορικοί πιστεύουν ότι η σταύρωση ως θανατική ποινή άρχισε να εφαρμόζεται από τον 6ο π.Χ. αιώνα στην αυτοκρατορία του Δαρείου. Θεωρούν ότι οι Πέρσες την εφηύραν. Καταργήθηκε το 337 μ.Χ. σε ολόκληρη την επικράτεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, από σεβασμό στο σταυρικό μαρτύριο του Ιησού Χριστού.
Είναι ίσως ο φρικτότερος τρόπος θανάτωσης που έχει εφεύρει ο ανθρώπινος νους.
Μια διαδεδομένη αντίληψη είναι ότι ο θάνατος πάνω στον σταυρό προέρχεται από την αιμορραγία και τον πόνο που προκαλούν τα καρφιά, τα οποία έχουν διαπεράσει τα χέρια του εσταυρωμένου.
Κανείς δεν αντιλέγει ότι αυτό πράγματι αποτελεί ένα μαρτύριο δυσβάστακτο. Όμως δεν είναι εκείνο που κατά κύριο λόγο προξενεί τον θάνατο.
Ο θάνατος πάνω στον σταυρό έχει μια σειρά προδιαθετικά αίτια. Ξεκινά από το άγριο φραγγέλωμα, το κάρφωμα των χεριών και των ποδιών, την καθήλωση στον σταυρό και στην αδυναμία αναπνοής από τον καταδικασμένο. Ο θάνατος από τη σταύρωση οφείλεται κυρίως στην ασφυξία.
Το Ευαγγέλιο περιγράφει με ενάργεια πώς οι Ρωμαίοι στρατιώτες «εράπιζον εκολάφιζον, έτυπτον, έδερον» τον Χριστό. Και το έκαναν με όλη την τραχύτητα με την οποία ήταν συνηθισμένοι να φέρουν εις πέρας το έργο τους, για να κάνουν ακόμα πιο επίπονη τη θέση του δυστυχούς, που είχε πέσει στα χέρια τους.
Το φοβερό εργαλείο που χρησιμοποιούσαν κατά τον αγριότερο τρόπο ήταν το φραγγέλιο. «Φραγγελώσας παρέδωσεν αυτόν…», αναφέρει για τον Πιλάτο ο ευαγγελιστής Μάρκος.
Το φραγγέλιο δεν ήταν μια απλή μαστίγωση. Ο δήμιος που εκτελούσε τη φραγγέλωση έπαιρνε ένα χοντρό μαστίγιο με πολλές λουρίδες στην άκρη. Πάνω τους ήταν δεμένες σφαίρες από μολύβι ή μικρά κόκαλα ζώων ή και κότσια από πρόβατο.
Το θύμα βρισκόταν δεμένο σε μια κολόνα ή έναν πάσαλο. Ο βασανιστής χτυπούσε με δύναμη αυτό το φονικό εργαλείο πάνω στη ράχη του δεμένου ανθρώπου.
Από τα πρώτα κιόλας χτυπήματα το δέρμα του θύματος αυλακωνόταν. Υστερα από μερικά χτυπήματα έφευγαν οι σάρκες του και απογυμνώνονταν τα κόκαλα. Αναφέρονται πολλές περιπτώσεις καταδίκων που βρήκαν τον θάνατο στη διάρκεια της φραγγέλωσης.
Στην κατασχισμένη από το φραγγέλιο πλάτη του πήρε ο Ιησούς τον βαρύ ξύλινο σταυρό για να τον μεταφέρει στον λόφο του Γολγοθά. Δεν μπορεί ένας άνθρωπος να σηκώσει αυτό το βάρος. Ετσι και ο Χριστός λύγισε κάτω από το βάρος του σταυρού, ήδη εξαντλημένος και με αιμορραγία, που του στοίχιζε σε δυνάμεις.
Οι Ρωμαίοι στρατιώτες (όχι από καλοσύνη τους, αλλά) για να μην πεθάνει πριν φτάσει στον Γολγοθά, ανέθεσαν σε έναν περαστικό, τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, να κουβαλήσει για το υπόλοιπο διάστημα τον σταυρό. Αιμορραγία ακατάσχετη προκαλούσαν στο τριχωτό της κεφαλής τα αγκάθια, που είχε ο στέφανος, τον οποίο του είχαν φορέσει στο πραιτόριο.
Αυτό το έξαιμο και καταπονημένο σώμα κάρφωσαν στον σταυρό.
Τα καρφιά δεν τα έμπηξαν οι δήμιοι στις παλάμες των χεριών, παρά τις διαφορετικές απεικονίσεις, που παρουσιάζουν συνήθως οι ζωγράφοι και οι αγιογράφοι.
Ενας Γάλλος χειρουργός, ο Μπαρμπέτ, απέδειξε με πειράματα που έκανε σε πτώματα ότι είναι αδύνατο το ανθρώπινο σώμα να κρατηθεί από δύο καρφιά, που διαπερνούν τις παλάμες του κατάδικου, ακόμη κι αν υπάρχουν άλλα καρφιά στα πόδια.
Κάτω από το βάρος του σώματος, εάν περνούσαν από εκεί τα καρφιά, θα σκιζόταν πέρα για πέρα το δέρμα ανάμεσα στα δάχτυλα και ο εσταυρωμένος θα έπεφτε με το πρόσωπο κάτω. Θα τον συγκρατούσαν μόνο τα καρφιά των ποδιών του.
Ο ίδιος επιστήμονας απέδειξε ότι το μόνο σημείο των χεριών από το οποίο μπορεί να συγκρατηθεί το σώμα στον σταυρό είναι ο καρπός.
Σε όποιο σημείο του καρπού τοποθετηθεί το καρφί, οδηγούμενο από τα οστά και τους συνδέσμους που βρίσκονται στο σημείο αυτό, θα περάσει από έναν ανατομικό χώρο, που οι γιατροί ονομάζουν destot. Με άλλα λόγια θα περάσει ανάμεσα από τα δύο οστάρια του καρπού.
Από δώδεκα πειράματα που έκανε ο Μπαμπέτ βγήκε το ίδιο συμπέρασμα. Κανένα κόκαλο δεν τραυματίστηκε ή δεν έσπασε από το κάρφωμα του χεριού στο ύψος του καρπού. Παρατήρησε, επίσης, ότι στον χώρο αυτόν το καρφί έρχεται σε αδιάκοπη επαφή και τριβή με ένα μεγάλο νεύρο, το λεγόμενο μέσο νεύρο.
Ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί τους φοβερούς πόνους που προκαλεί στον εσταυρωμένο αυτός ο τραυματισμός του νεύρου. Εδώ ένα μικρό χτύπημα στον αγκώνα προκαλεί ένα αφόρητο αίσθημα ηλεκτρικής εκκένωσης. Ενα πολλαπλάσιο ερέθισμα πόνου συνόδευε το μαρτύριο της σταύρωσης. Οσο για το καρφί των ποδιών διαπιστώθηκε ότι θα πρέπει να περνούσε ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο μετατάρσιο.

ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Ο σταυρός χρησιμοποιήθηκε σε αρκετούς λαούς
Η σταύρωση, ο φρικτότερος τρόπος θανάτωσης που επινόησε το ανθρώπινο μυαλό, πρωτοεμφανίστηκε τον 6ο π.Χ. αιώνα. Μέχρι το 337 μ.Χ. που καταργήθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο χρησιμοποιήθηκε σε αρκετούς λαούς, Πέρσες, Ιουδαίους, Καρχηδόνιους, Ρωμαίους.
Οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν τη σταύρωση ήταν οι Πέρσες. Αυτοί ίσως και την επινόησαν. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως ο Δαρείος ο Α’, βασιλιάς των Περσών, σταύρωσε 3.000 πολιτικούς αντιπάλους του στη Βαβυλώνα. Αυτό τοποθετείται χρονικά στο 519 π.Χ.
Αλλες αρχαίες πηγές αναφέρουν τη χρήση της σταύρωσης από τους Ινδούς, τους Σκύθες, τους Θράκες, τους Γερμανούς και τους Νουμίδες. Κατά τον Πολύβιο τη σταύρωση εφάρμοσαν και οι Καρχηδόνιοι από τους οποίους την πήραν και οι Ρωμαίοι.
Στον ελληνικό κόσμο οι εγκληματίες συχνά τοποθετούνταν πάνω σε ένα επίμηκες ξύλο, πάνω στο οποίο διαπομπεύονταν, βασανίζονταν και θανατώνονταν.
Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει ότι ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος Α’ σταύρωσε Ελληνες μισθοφόρους που είχαν προσληφθεί από τους Καρχηδονίους.
Τη σταύρωση χρησιμοποίησε και ο Μέγας Αλέξανδρος. Μετά την άλωση της Τύρου διέταξε τη σταύρωση 2.000 υπερασπιστών της φοινικικής αυτής πόλης, που επέζησαν της σκληρής και πολύχρονης πολιορκίας.
Ο Αρριανός αναφέρει ότι ο Μακεδόνας στρατηλάτης, μετά τον θάνατο του Ηφαιστίωνα, πρόσταξε τη σταύρωση του Γλαυκία, που ήταν γιατρός του επιστήθιου φίλου του.
Ο Δημήτριος ο Πολιορκητής το 303 π.Χ., όταν κατέλαβε τη Συκιώνα, σταύρωσε 80 άνδρες από το αντίπαλο στρατόπεδο.
Ο Αντίοχος Δ ο Επιφαλής, που διοικούσε την Ιουδαία, θέλησε να εξαλείψει τον ιουδαϊσμό και γι αυτό παρήγγειλε να σταυρώνονται όσοι παραμένουν πιστοί στη θρησκεία του Μωυσή.
Το 88 π.Χ. ο αρχιερέας και βασιλιάς των Ιουδαίων Αλέξανδρος Ιανναίος διέταξε τη σταύρωση 800 Φαρισαίων αντιπάλων του.

Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ
Οι Γερμανοί «παράλλαξαν» το βασανιστήριο στους δύο πολέμους
Αναλύοντας τον μηχανισμό του σταυρικού θανάτου ο καθηγητής Σπυρίδων Γ. Μακρής ξεκινά από τις εικόνες, που παρουσιάζουν τους δύο ληστές, «τους συσταυρωθέντας» με τον Χριστό. Αυτούς δεν τους είχαν καρφώσει πάνω στον σταυρό, αλλά τους είχαν δέσει τα χέρια με σχοινί.
Πράγματι για να εκπνεύσει κανείς «επί ξύλου κρεμάμενος» δεν απαιτείται να καρφωθούν τα χέρια και τα πόδια του πάνω στα δύο τεμνόμενα δοκάρια. Αρκεί και το δέσιμό τους.
Ο Σπ. Γ. Μακρής φέρνει δύο σύγχρονα ιστορικά παραδείγματα:
* Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στον Γερμανικό Στρατό εφαρμοζόταν ως πειθαρχική ποινή το δέσιμο των χεριών του τιμωρημένου από τα χέρια ψηλά σε έναν πάσσαλο με τέτοιο τρόπο, ώστε τα πόδια του να μην ακουμπούν στο έδαφος. Σύντομα το άτομο αυτό παρουσίαζε συμπτώματα ασφυξίας. Οι αναπνευστικές του κινήσεις γίνονταν όλο και πιο δύσκολες. Το αίμα συγκεντρωνόταν με μεγάλη πίεση στο κεφάλι. Οι αρτηρίες πρήζονταν. Το κεφάλι γινόταν υπεραιμικό. Ο άνθρωπος λιποθυμούσε. Και αν δεν προλάβαιναν να κόψουν το σχοινί, θα πέθαινε.
* Αυτό το μαρτύριο θυμήθηκαν οι ναζί και στη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Στο χρονικό του Νταχάου αναφέρεται ότι κρατούμενοι θανατώνονταν με αυτόν τον τρόπο. Αυτόπτες μάρτυρες μίλησαν με αποτροπιασμό για όσα είδαν τα μάτια τους στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το πρόσωπο του ανθρώπου παραμορφώνεται σαν του απαγχονισμένου. Ο θώρακας διατείνεται σε αφάνταστο βαθμό. Το κοιλιακό τοίχωμα δημιουργεί μια βαθιά κοιλότητα. Ο κρεμασμένος περιβρέχεται από ιδρώτα, τόσο που κάτω από τα πόδια του δημιουργείται μια μικρή λίμνη.
Αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι ο σταυρός φέρνει τον άνθρωπο σε μια μεγάλη έλξη, που οφείλεται στο βάρος του σώματος. Το βάρος τραβά το κορμί προς τα κάτω από τα χέρια με μια μεγάλη έλξη των χεριών, των βραχιόνων, των ώμων και του θώρακα. Αυτή η έλξη βαστά τον θώρακα σε μια συνεχή αναγκαστική θέση εισπνοής, αν και ο άνθρωπος δεν μπορεί να εκτελέσει κινήσεις εκπνοής.
Στον κάθε άνθρωπο οι κινήσεις εκπνοής γίνονται παθητικά από τον οργανισμό χωρίς να απαιτείται καμιά προσπάθεια. Πρόκειται για μια αυτόματη επάνοδο του μεταμορφωμένου από την εισπνοή θώρακα. Με αυτόν τον τρόπο ανανεώνεται ο αέρας στις κυψελίδες των πνευμόνων, οξυγονώνεται το αίμα και εξασφαλίζεται η επιβίωση.
Στην κατάσταση της σταύρωσης ο άνθρωπος βρίσκεται σε πολύ μεγάλο περιορισμό της αναπνοής του. Είναι κάτι σαν να τον έχουν δέσει σφιχτά από τον θώρακα ή σαν να έχουν τοποθετήσει επάνω του ένα μεγάλο βάρος. Οι πνεύμονες δεν μπορούν να γεμίσουν αέρα. Ο θάνατος από τη σταύρωση οφείλεται κυρίως σε ασφυξία.
Η μεγάλη πίεση στον θώρακα εμποδίζει το αίμα να κατέβει από το κεφάλι στην καρδιά. Η μεγάλη συμφόρηση αίματος στο κεφάλι των ανθρώπων αυτών, των εσταυρωμένων, θα μπορούσε να προκαλέσει τον θάνατο πολύ σύντομα. Ομως ο δυστυχής κατάδικος ενστικτωδώς βρίσκει διέξοδο για να παρατείνει τη ζωή του. Ομως ταυτόχρονα το μαρτύριό του γίνεται σκληρότερο.
Η διέξοδος που βρίσκει είναι να στηρίξει το κορμί του πιέζοντας τα πόδια του πάνω στα καρφιά στα οποία είναι προσηλωμένα. Ετσι, μέσα σε ανυπόφορους πόνους, ανυψώνεται λίγο ο θώρακας, σταματά η εξάρτηση του σωματικού βάρους από τα χέρια και τους ώμους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να ανακουφιστεί ο θώρακας, να μπορέσει ο άνθρωπος να αναπνεύσει και να κατέβει το αίμα από το κεφάλι στην καρδιά.
Ο πόνος και η κούραση δεν επιτρέπουν να συνεχιστεί επί πολύ αυτή η επίπονη μυϊκή προσπάθεια. Εξαντλημένος ο άνθρωπος ξαναπέφτει στην πρώτη θέση για να επιχειρήσει ξανά να ανασηκωθεί. Οι κινήσεις αυτές επαναλαμβάνονται μέχρι την τελική εξάντληση του ανθρώπου και τον θάνατό του από ασφυξία.
Επειδή ήταν τόσο φρικτός αυτός ο θάνατος, η ρωμαϊκή νομοθεσία τον επέτρεπε μονάχα για δούλους ή για προδότες.



Πηγή "ethnos.gr"



2.

Η ΣΤΑΥΡΩΣΙΣ

Του Παν. Α. Ανδριόπουλου
θεολόγου


Μονή Μεγάλου Μετεώρου
1483









Στο βάθος της εικόνας φαίνεται το τείχος της Ιερουσαλήμ, γιατί ο Χριστός "έξω της πύλης έπαθε" (Εβρ. ιγ΄ 12). Στο κέντρο της σύνθεσης ο Χριστός γυμνός πάνω στο Σταυρό, φέρει μόνο "περίζωμα περί την όσφυν", δηλ. ένα άσπρο, συνήθως, πανί τυλιγμένο στη μέση Του. Νεκρός, με κλειστούς οφθαλμούς και γυρτό ελαφρά το κεφάλι προς τα δεξιά.
Από τους αγιογράφους υπερτονίζεται το σώμα Του εντελώς σκελετωμένο από την κακοπάθεια, με τα χέρια απλωμένα και με ανοικτές τις παλάμες, "ως να προσεύχεται ... και ωσάν να ανοίγη τας αγκάλας του προς όλους τους ανθρώπους" (Φ. Κόντογλου, Έκφρασις, τ.Α΄, σ.174). "Οι δε πόδες σμικτοί, με τα γόνατα ολίγον διπλωμένα, πατούν επάνω εις εν σανίδιον ως υποπόδιον ... Κάποιοι σημερινοί ζωγράφοι ζγραφίζουν τους άχραντους πόδας του Κυρίου τον ένα επί του άλλου, καρφωμένους με εν και μόνον καρφίον, και τούτο το πράττουν κακώς, κατά μιμησιν κάποιων ζωγράφων της Δύσεως" (Φ. Κόντογλου, οπ.π., σ.174). Από τα χέρια και τα πόδια του Χριστού τρέχουν αίματα, ενώ από την λογχισμένη πλευρά Του αίμα και ύδωρ.
Η εντύπωση που δίνει ο Χριστός δεν είναι ότι πέθανε, αλλά ότι κοιμάται ("Εξηγέρθη ως ο υπνών Κύριος" - Κοινωνικό Μ. Σαββάτου). Είναι σαν βασιλιάς πάνω στο θρόνο Του (πρβλ. το εξαποστειλάριον του Πάσχα "Σαρκί υπνώσας ως θνητός, ο Βαιλεύς και Κύριος..."). Γι' αυτό και ο καθηγητής Κ. Καλοκύρης παρατηρεί: ".. εις το πρόσωπον του Κυρίου πρυτανεύει το βασιλικόν μεγαλείον (το μεγαλείο του συγκρατημένου πάθους)" (Κ. Καλοκύρη, Η ζωγραφική της Ορθοδοξίας, σ.135). Για τον ίδιο ακριβώς λόγο και η πινακίδα με την επιγραφή που υπάρχει πάνω από το κεφάλι του Χριστού γράφει: ΟΒΣΛΤΔΞΣ δηλ. Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΔΟΞΗΣ και όχι τα αρχιγράμματα Ι.Ν.Β.Ι. (Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων) τα οποία έγραψαν οι ασεβείς σταυρωτές του Κυρίου για να τον χλευάσουν.
Οι δύο ληστές
Μονή της Στουντένιτσα
1208/9
Κατά την διήγηση των ευαγγελιστών ο Χριστός σταυρώθηκε ανάμεσα σε δύο ληστές. "Και ο μεν δίκαιος ληστής ευρίσκεται εκ δεξιών του Κυρίου, έχει την όψιν ήμερον και παρακαλεστικήν, βλέποντας προς τον Χριστόν, με μαύρα και ολίγα γένεια, όπως του Χριστού, και με φωτοστέφανον γύρω εις την κεφαλήν Του, όπως οι άγιοι, καθ' όσον εσώθη με την μετάνοιαν, λέγοντας εις τον Χριστόν "Μνήσθητί μου, Κύριε όταν έλθης εν τη βασιλεία σου" (Λουκ. κγ΄ 42).
Ο δε κακός ληστής, οπού είναι σταυρωμένος εξ αριστερών του Κυρίου, έχει την όψιν ηγριωμένην (αλλού όμως ο Κόντογλου παρατηρεί "ότι εις την Ορθόδοξον εικονογραφίαν ... οι λησταί δεν έχουσι κακούργον όψιν ... ο κακός ληστής εις την σταύρωσιν, παρίσταται νέος αμούστακος ... τούτο φανερώνει το ανεξίκακον, αθεάτριστον και ξένον πάσης ανιέρου εμφάσεως πνεύμα της αγιογραφικής τέχνης" (Φ. Κόντογλου, Έκφρασις, τ.Α΄, σ.411)), με μαλλιά ακατάστατα και με το σώμα συστερφόμενον, φαίνεται δε ωσαν να λέγη εις τον Χριστόν· "Ει συ ει ο Χριστός, σωσον σεαυτόν και ημάς" (Λουκ. κγ΄ 39). Εις πολλάς εικόνας οι λησταί δεν είναι καρφωμένοι εις τους σταυρούς, αλλά μόνον δεμένοι με σχοινιά από τας χείρας και τους πόδας, ο δε αμαρτωλός ληστής εικονίζεται γυρισμένος με την πλάτην" (Φ. Κόντογλου, Έκφρασις, τ.Α΄, σ.176)
Η Θεοτόκος
Ενορία Σφάκας
Γύρω στα 1500
Στα δεξιά του Χριστού στέκεται η Παναγία όρθια ατενίζοντας τον Υιόν της. Με το αριστερό χέρι στο μάγουλό της φαίνεται να συγκρατεί την εκδήλωση του πόνου που την κυριεύει, ενώ το δεξιό χέρι είναι ανοικτό σε σχήμα ικεσίας. Η μορφή της Παναγίας αποπνέει βαθιά πνευματικότητα. Κατά τον Γεώργιο Νικομηδείας (Θ΄ αι.) η Θεοτόκος "τω πάθει κοσμίως και ουκ αγενώς προσωμίλει" (Migne, P.G., τ.100, στ. 1485 D). "... θερμοτάτοις μεν κατέλουε δάκρυσιν" (το σώμα του Κυρίου) όμως "πραεία φωνή και συμπαθεστάτοις προσεφθέγγετο ρήμασιν ..." (Γεώργιος Νικομηδείας, οπ.π., στ. 1488).
Υπάρχει βέβαια και η αντίθετη άποψη την οποία αποτυπώνει ο υμνογράφος της Μ. Παρασκευής σ' ένα απόστιχο των αίνων. Η Παρθένος παρά τω σταυρώ "ανέκραζε γοερώς ... οδυρόμενη μητρώα σπλάγχνα ... παρειάς συν θριξί καταξαίνουσα ... και το στήθος τύπτουσα" (Τριώδιο). Αυτή η εκδοχή, ιδιαίτερα προσφιλής στους λαϊκούς θρήνους της Μ. Παρασκευής, θα προσδώσει αργότερα -κυρίως στην Παλαιολόγεια εποχή- έναν αφηγηματικό χαρακτήρα, καθώς οι αγιογράφοι θα παριστάνουν την Παναγία να θρηνεί και στο τέλος να λιποθυμά.
Όμως οι παραστάσεις αυτές "δεν έχουν τον χαρακτήρα δουλικής μιμήσεως της φυσικής πραγματικότητος -δηλ. αναπαραστάσεως των γεγονότων ον τρόπον εδίδαξεν η Αναγέννησις-, διότι οι ζωγράφοι κατώρθωσαν τον ρεαλισμόν αυτών όλως να εξευγενίσουν και να υποτάξουν εις το γενικώτερον υπερβατικόν κλίμα των συνθέσεών των ..." (Κ. Καλοκύρη, Η ζωγραφική της Ορθοδοξίας, σ.139). Η Θεοτόκος πάντως, άσχετα από το μέγεθος της λύπης της, δεν παύει να πιστεύει στη θεότητα του Υιού της, ο οποίος της λέει κατά τον υμνωδό: "Μη εποδύρου μου Μήτερ ... αναστήσομαι γαρ και δοξασθήσομαι" (θ΄ ωδή Κανόνος Μ. Σαββάτου).
Ο Ιωάννης ο Θεολόγος

17ος αι.
Ο Ιωάννης, νέος αγένειος και σγουρομάλλης, που στέκεται αριστερά του Σταυρού, είναι μορφή πιο ανοιχτή, περισσότερο ανθρώπινη. Η στάση του εκφράζει φόβο και αγωνία, "με γυρτήν την κεφαλήν και με όψιν περιώδυνον, βαστώντας με το δεξιόν χερι το μάγουλόν του (σε κάποιες παραστάσεις το δεξί χέρι του Ιωάννου είναι στο στήθος του, ενώ σπάνια κρατεί ευαγγέλιο (βλ. την τοιχογραφία της S. Maria Antiqua στη Ρώμη, αλλά και ελεφαντοστό με τη Σταύρωση της Μονής Διονυσίου. Βλ. επίσης την Σταύρωση στον Αγ. Μάρκο της Βενετίας - περίκλειστο σμάλτο: Γ. Αντουράκη, Χριστιανική Ζωγραφική, σ. 271)), και το αριστερόν αφήνοντάς το να πέση κάτω" (Φ. Κόντογλου, Έκφρασις, τ.Α΄, σ.176).
Ο Ιωάννης στέκει κοιτώντας μπροστά του και όχι τον Χριστό, όπως κάνει η Παναγία. "Διανοείται περισσότερο το Άγιο Πάθος, ενώ αντιθέτως η Παναγία το ζει, πονάει για το παιδί της και γι' αυτό έχει τη διάθεση να κινηθεί προς αυτό, ενώ ο θεολόγος δεν την έχει. Δείχνει μόνο τη διάθεση να στρίψει προς τον Εσταυρωμένο και να αναβλέψει προς αυτόν" (Π.Α.Μιχέλη, Η αισθητική της Βυζ. Τέχνης, σ.201). Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι ενώ στις παραστάσεις της Σταυρώσεως ο ευαγγελιστής Ιωάννης εικονίζεται συνήθως απέναντι στην Παναγία, σε μερικές περιπτώσεις ιστορείται μαζί με την Θεοτόκο αριστερά -ως προς τον θεατή- του Εσταυρωμένου.
Ο εκατόνταρχος
Πίσω από τον Ιωάννη εικονίζεται ο εκατόνταρχος (ο κατά την παράδοση μετέπειτα Άγιος Λογγίνος) με την στρατιωτική του πανοπλία. Ο εκατόνταρχος παριστάνεται σε ανδρική ηλικία με μαύρο στρογγυλό γένι, έχοντας το κεφάλι του σκεπασμένο μ' ένα μαντήλι και γυρισμένο με πίστη προς τον Χριστό, σα να φωνάζει "Όντως ο άνθρωπος ούτος δίκαιος ήν" (Λουκ. 23,47). Το κεφάλι του φέρει φωτοστέφανο (βλ. Φ. Κόντογλου, Έκφρασις, τ.Α΄, σ.176). Γιατί εκτός από την αθωότητα του Χριστού, ο εκατόνταρχος ομολόγησε και την θεότητά Του: "αληθώς Θεού υιός ην ούτος" (Ματθ. κζ΄ 55). Αυτήν ακριβώς την ομολογία δηλώνει το υψωμένο σε θέση ευλογίας δεξί χέρι του εκατόνταρχου, στο ύψος του μετώπου του, σα να θέλει να το σταυρώσει.
Ο Κρανίου τόπος
Ο Χριστός σταυρώθηκε "εις τον λεγόμενον Κρανίου τόπος, ος λέγεται Εβραϊστί Γολγοθά" (Ιω. ιθ΄ 17). Στην εικόνα λοιπόν της Σταυρώσεως, κάτω από την βραχώδη κορυφή του Γολγοθά, που απεικονίζεται ως σπήλαιο πάνω στο οποίο είναι στημένος ο Σταυρός του Κυρίου, διακρίνεται, μέσα στο σπήλαιο, ένα κρανίο. Πάνω στο κρανίο αυτό στάζει το αίμα που πηγάζει από τα πόδια του Χριστού. Κατά μια αρχαία παράδοση που διασώζει πρώτος ο Ωριγένης, το κρανίο αυτό είναι το κρανίο του Αδάμ, ο οποίος πέθανε και θάφτηκε στον Γολγοθά (βλ. Ωριγένους, Εις το κατά Ματθαίον, ΒΕΠΕΣ 14, 390).
Την εκδοχή αυτή υιοθετεί και ο ιερός Χρυσόστομος ο οποίος μάλιστα ερμηνεύει και θεολογικά την παράδοση αυτή: "Τινές φασιν εκεί τον Αδάμ τελευτηκέναι και κείσθαι, και τον Ιησούν εν τω τόπω, ένθα ο θάνατος εβασίλευσεν, εκεί και το τρόπαιον στήσαι. Και γαρ τρόπαιον εξήει βαστάζων τον σταυρόν κατά της του θανάτου τυραννίδος" (Ιω. Χρυσοστόμου, Εις το κατά Ιωάννην Ομιλία πε΄, στη σειρά Άπαντα των αγίων πατέρων, τ.75, σ.373). Έτσι το αίμα του Κυρίου καθαρίζει και εκπλύνει τις αμαρτίες του γένους των ανθρώπων, του οποίου γενάρχης υπήρξε ο Αδάμ.
Εξ άλλου, κατά τον Ι. Αυγουστίνο, το όνομα του γενάρχη, έτσι όπως γράφεται με τα ελληνικά γράμματα ΑΔΑΜ, περιέχει τα αρχικά των σημείων του ορίζοντα (Α-νατολή, Δ-ύσις, Ά-ρκτος, Μ-εσημβρία), πράγμα που σημαίνει ως αυτός εκπροσωπεί όλο το ανθρώπινο γένος ανά τους αιώνες, και επομένως πρώτος δέχεται το λυτρωτικό αίμα του Χριστού που αφορά σε όλους τους ανθρώπους (βλ. Κ. Καλοκύρη, Εορταί δώδεκα, ΘΗΕ, τ.5, στ. 752).
Την όλη παράσταση της Σταυρώσεως συμπληρώνουν ο ήλιος και η σελήνη που ζωγραφίζονται δεξιά και αριστερά του Σταυρού αντίστοιχα (στο πάνω μέρος της εικόνας), και αντιπροσωπεύουν τον ορατό κόσμο που έφριξε βλέποντας την Σταύρωση του Δημιουργού. Ζωγραφίζονται δε σε σχήμα ανθρωπίνων προσώπων, "ο μεν ήλιος με χρώμα κόκκινον αιματώδες, η δε σελήνη στακτόχρους, με τας ακτίνας γυρισμένας προς το μέρος του Χριστού, εις σημείον ότι εσκοτίσθησαν κατά την Σταύρωσιν. Εικονίζονται δε και άγγελοι κλαίοντες, πλην και ούτοι περιττεύουν" (Φ. Κόντογλου, Έκφρασις, τ.Α΄, σ.177). Η επιγραφή της εικόνας είναι: Η ΣΤΑΥΡΩΣΙΣ και ιστορείται στον δυτικό τοξωτό τοίχο του ναού, ή στο εικονοστάσι πάνω από το τέμπλο μαζί με το δωδεκάορτο.

 




 3.ρωμανός ο μελωδός, κοντάκιον εις το Πάθος και εις τον θρήνον της Θεοτόκου




Τὸν δι᾿ ἡμᾶς σταυρωθέντα δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν,
αὐτὸν γὰρ κατεῖδε Μαρία ἐπὶ ξύλου καὶ ἔλεγεν,
«Εἰ καὶ σταυρὸν ὑπομένεις, σὺ ὑπάρχεις
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

Προοίμιον

Ἐκεῖνον ποὺ σταυρώθηκε γιὰ μᾶς, ὅλοι, ἐλᾶτε, ἂς δοξολογήσουμε.
Αὐτόν, λοιπόν, ἀντίκρυσε πάνω στὸ Ξύλο ἡ Μαρία κι ἔλεγε:
«Στὸ Σταυρὸ ἂν καὶ κρέμεσαι, γιὰ μένα εἶσαι
ὁ Υἱὸς καὶ Θεὸς μου».

α´
Τὸν ἴδιον ἄρνα ἡ ἀμνὰς θεωροῦσα
πρὸς σφαγὴν ἑλκόμενον ἠκολούθει ἡ Μαρία τρυχομένη
μεθ᾿ ἑτέρων γυναικῶν ταῦτα βοῶσα,
«Ποῦ πορεύῃ, τέκνον; τίνος χάριν τὸν ταχὺν
δρόμον τελέεις;
μὴ ἕτερος γάμος πάλιν ἐστὶν ἐν Κανᾷ,
κἀκεῖ νυνὶ σπεύδεις, ἵν᾿ ἐξ ὕδατος αὐτοῖς οἶνον ποιήσῃς;
συνέλθω σοι, τέκνον, ἢ μείνω σε μᾶλλον;
δός μοι λόγον, Λόγε, μὴ σιγῶν παρέλθῃς με,
ὁ ἁγνὴν τηρήσας με,
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

α´
Τὸ παιδί Της ἡ Μητέρα καθὼς ἔβλεπε
νὰ Τὸ πηγαίνουν στὸ θάνατο, κατάκοπη ἀκολουθοῦσεν ἡ Μαρία
μαζὶ μ᾿ ἄλλες γυναῖκες καὶ τοῦτα ἔλεγε:
«Ποῦ πορεύεσαι, Τέκνο; Γιὰ ποιὸ λόγο βιαστικὸς τὸ δρόμο τρέχεις;
Μήπως κι ἄλλος γάμος εἶναι στὴν Κανᾶ,
καὶ γιὰ ῾κεῖ τραβᾶς ἐτώρα, κρασὶ ἀπ᾿ τὸ νερὸ γιὰ νὰ τοὺς φτιάξης;
Νὰ ῾ρθῶ μαζί Σου, Τέκνο μου, ἢ νὰ Σὲ περιμένω;
Ἕνα λόγο πές μου, Λόγε, ἐμένα ἀμίλητος μὴν προσπεράσης,
Ἐσὺ π᾿ Ἁγνὴ μὲ φύλαξες,
ὁ Υἱὸς καὶ Θεὸς μου».
β´
Οὐκ ἤλπιζον, τέκνον, ἐν τούτοις ἰδεῖν σε
οὐδ᾿ ἐπίστευόν ποτε ἕως τούτου τοὺς ἀνόμους ἐκμανῆναι
καὶ ἐκτείναι ἐπὶ σὲ χεῖρας ἀδίκως,
ἔτι γὰρ τὰ βρέφη τούτων κράζουσί σοι τὸ «εὐλογημένος».
ἀκμὴν δὲ βαΐων πεπλησμένη ἡ ὁδὸς
μηνύει τοῖς πᾶσι τῶν ἀθέσμων τὰς πρὸς σὲ πανευφημίας.
καὶ νῦν τίνος χάριν ἐπράχθη τὸ χεῖρον;
γνῶναι θέλω, οἴμοι, πῶς τὸ φῶς μου σβέννυται,
πῶς σταυρῷ προσπήγνυται
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
β´
Δὲν τὸ περίμενα, Παιδί μου, σὲ τέτοια νὰ Σὲ δῶ,
καὶ ποτὲ δὲν ἐπίστευα πὼς θά ῾φταναν οἱ ἄνομοι σὲ τέτοια μανία
καὶ χέρια θ᾿ ἅπλωναν ἄδικα ἐπάνω Σου.
Ἀφοῦ ἀκόμα τ᾿ ἀθῷα τους βρέφη Σοῦ κράζουν τὸ «Εὐλογημένος»,
κι ἀπ᾿ τὰ βάγια ἀκόμη γεμάτος ὁ δρόμος
καὶ διαλαλεῖ στὸν καθένα τὰ παινέματα ποὺ Σοῦ ῾πλεξαν οἱ ἄνομοι.
Καὶ τώρα γιὰ ποιὸ λόγο ἔγινε τὸ κακό;
Θέλω νὰ μάθω, ἀλλοίμονο, πῶς χάνεται τὸ φῶς μου;
Πῶς στὸ Σταυρὸ καρφώνεται
Ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.
γ´
Ὑπάγεις, ὢ τέκνον, πρὸς ἄδικον φόνον
καὶ οὐδεὶς σοὶ συναλγεί, οὗ συνέρχεται σοὶ Πέτρος
ὁ εἰπῶν σοι,
«οὐκ ἀρνοῦμαί σε ποτέ, κἂν ἀποθνῄσκω».
ἔλιπέ σε Θωμᾶς ὁ βοήσας, «μετ᾿ αὐτοῦ θάνωμεν πάντες».
οἱ ἄλλοι Δὲ πάλιν, οἱ οἰκεῖοι καὶ γνωστοὶ
καὶ μέλλοντες κρίνειν τὰς φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ, ποῦ εἰσιν ἄρτι;
οὐδεὶς ἐκ τῶν πάντων, ἀλλ᾿ εἰς ὑπὲρ πάντων
θνῄσκεις, τέκνον, μόνος, ἀνθ᾿ ὧν πάντας ἔσωσας,
ἀνθ᾿ ὧν πᾶσιν ἤρεσας,
ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
γ´
Πηγαίνεις, Παιδί μου, σὲ ἄδικο φόνο
καὶ κανεὶς δὲν Σὲ πονεῖ. Ὁ Πέτρος δὲν ἔρχεται μαζί Σου,
ποὺ Σοῦ εἶπε:
«Ποτὲ δὲν Σ᾿ ἀρνοῦμαι κι ἂν χρειαστῇ νὰ πεθάνω».
Σ᾿ ἄφησε ὁ Θωμᾶς ποὺ ἐδήλωσε: «Ἂς πεθάνουμε ὅλοι μαζί Του».
Καὶ οἱ ἄλλοι ἀκόμα, οἱ φίλοι καὶ γνωστοὶ
καὶ ποὺ πρόκειται νὰ κρίνουν τὶς φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ, τώρα ποῦ βρίσκονται;
Κανένας ἀπ᾿ ὅλους καὶ Ἕνας γιὰ ὅλους.
Πεθαίνεις, Τέκνο μου, Μόνος, μιᾶς καὶ ὅλους τοὺς ἔσωσες,
μιᾶς καὶ φέρθηκες ὄμορφα σ᾿ ὅλους,
Σὺ ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

4. Ο Σταυρός του Χριστού και ο Σταυρός του κάθε ανθρώπου. (Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ)



arato5-50
Ὁ Κύριος εἶπε στούς μαθητές Του: «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι» (Ματθ. ιστ’ 24). Τί σημαίνει «ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου»; Καί γιατί αὐτός «ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου», δηλαδή ὁ ἰδιαίτερος σταυρός τοῦ καθενός μας, ὀνομάζεται συνάμα καί «Σταυρός τοῦ Χριστοῦ»;
«Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» εἶναι οἱ θλίψεις καί τά βάσανα τῆς γήινης ζωῆς, πού γιά τόν καθένα μας εἶναι δικά του. «Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» εἶναι ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καί ἄλλα εὐλαβῆ κατορθώματα, μέ τά ὁποῖα ταπεινώνεται ἡ σάρκα καί ὑποτάσσεται στό πνεῦμα. Τά κατορθώματα αὐτά πρέπει νά εἶναι ἀνάλογα μέ τίς δυνάμεις τοῦ καθενός καί στόν κάθε ἄνθρωπο εἶναι δικά του.
«Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» εἶναι τά ἁμαρτωλά ἀσθενήματα, ἤ πάθη, πού – στόν κάθε ἄνθρωπο – εἶναι δικά του! Μέ ἄλλα ἀπ᾽ αὐτά τά πάθη γεννιόμαστε καί μ᾽ ἄλλα μολυνόμαστε στήν πορεία τοῦ γήινου βίου μας.
«Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ» εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Μάταιος καί ἄκαρπος εἶναι «ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» – ὅσο βαρύς καί ἄν εἶναι – ἐάν δέν μεταμορφωθεῖ σέ «Σταυρό τοῦ Χριστοῦ» μέ τό ν᾽ ἀκολουθοῦμε τόν Χριστό.
«Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου», γιά τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ γίνεται «Σταυρός τοῦ Χριστοῦ», γιατί ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ εἶναι στερρά πεπεισμένος, ὅτι πάνω ἀπ᾽ αὐτόν (τόν μαθητή) ἀγρυπνάει ἀκοίμητος ὁ Χριστός. Πιστεύει ὅτι ὁ Χριστός ἐπιτρέπει νά τοῦ ἔρθουν θλίψεις σάν μιά ἀναγκαία καί ἀναπόφευκτη προϋπόθεση τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Καμιά θλίψη δέν θά τόν πλησίαζε, ἄν δέν τό εἶχε ἐπιτρέψει ὁ Χριστός, καί ὅτι μέ τίς θλίψεις πού τοῦ συμβαίνουν, ὁ Χριστιανός γίνεται οἰκεῖος τοῦ Χριστοῦ καί καθίσταται κοινωνός τῆς μοίρας Του στή γῆ καί – γιά τόν λόγο αὐτό – καί στόν οὐρανό.
«Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» γίνεται γιά τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ «Σταυρός τοῦ Χριστοῦ», γιατί ὁ ἀληθινός μαθητής Του σέβεται καί θεωρεῖ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ σάν τόν μόνο σκοπό τῆς ζωῆς του. Αὐτές οἱ πανίερες ἐντολές γίνονται γι᾽ αὐτόν σταυρός, πάνω στόν ὁποῖο συνεχῶς σταυρώνει τόν παλαιό του ἄνθρωπο «σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις» του (Γαλ. ε’ 24).
Ἀπ᾽ αὐτά εἶναι φανερό γιατί, γιά νά λάβουμε τόν σταυρό μας, εἶναι ἀνάγκη ν᾽ ἀπαρνηθοῦμε προηγουμένως τόν ἑαυτό μας μέχρι καί ν᾽ ἀπολέσουμε ἀκόμα καί τή ζωή μας. Τόσο βαθιά καί τόσο πολύ ἔχει συνηθίσει στήν ἁμαρτία καί οἰκειώθηκε σ᾽ αὐτήν ἡ πεσμένη στήν ἁμαρτία φύση μας, πού ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δέν παύει νά ἀποκαλεῖ αὐτή τή φύση ψυχή τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου.
Γιά νά δεχτοῦμε τόν σταυρό στούς ὤμους μας, πρέπει πρῶτα νά πάψουμε νά ἱκανοποιοῦμε τό σῶμα στίς ἰδιότροπές του ἐπιθυμίες παρέχοντάς του μονάχα ὅ,τι εἶναι ἀναγκαῖο γιά τήν ὕπαρξή του. Πρέπει νά ἀναγνωρίσουμε ὅτι ἡ ἀλήθειά μας εἶναι ἕνα σκληρότατο ψέμα μπροστά στόν Θεό καί ἡ λογική μας εἶναι μιά τέλεια ἀνοησία. Τέλος: ἀφοῦ παραδοθοῦμε στόν Θεό μ᾽ ὅλη τή δύναμη τῆς πίστης μας καί ριχτοῦμε στή μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου, πρέπει νά ἀπαρνηθοῦμε τό δικό μας θέλημα.
Ὅποιος πραγμάτωσε μιά τέτοια ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ του εἶναι ἱκανός νά λάβει τόν σταυρό του. Αὐτός μέ ὑπακοή καί ὑποταγή στόν Θεό καί ἐπικαλούμενος τή βοήθειά Του γιά νά ἐνισχυθεῖ ἔναντι τῆς ἀδυναμίας του, ἀτενίζει δίχως φόβο καί ἀμηχανία τή θλίψι πού προσεγγίζει. Ὅποιος ἀπαρνήθηκε τόν ἑαυτό του προετοιμάζεται μεγαλόψυχα καί γενναῖα νά τήν ὑπομείνει, ἐλπίζει ὅτι μέσω αὐτῆς τῆς θλίψεως θά γίνει κοινωνός καί συμμέτοχος τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ καί φτάνει τή μυστική ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνο μέ τό νοῦ καί τήν καρδιά του, ἀλλά καί μέ τήν ἴδια τήν πράξη, τήν ἴδια τή ζωή του.
Ὁ σταυρός εἶναι καί παραμένει βαρύς καί καταθλιπτικός, ἐνόσω παραμένει ὁ σταυρός μας. Ὅταν ὅμως μεταμορφωθεῖ σέ Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, τότε γίνεται ἀσυνήθιστα ἐλαφρός. «Ὁ ζυγός μου», εἶπε ὁ Κύριος, «χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν» (Ματθ. ια’ 30).
Ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ λαμβάνει τόν σταυρό στούς ὤμους του, ὅταν παραδέχεται πώς εἶναι ἄξιος τῶν θλίψεων πού ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ τοῦ καταπέμπει. Ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ τότε φέρει καί ὑπομένει τόν σταυρό του σωστά, ὅταν ἀναγνωρίζει ὅτι οἱ θλίψεις πού τοῦ στάλθηκαν εἶναι ἀκριβῶς -αὐτές καί ὄχι ἄλλες- εἶναι ἀναγκαῖες γιά τήν ἐν Χριστῷ μόρφωσή του καί τή σωτηρία του. Τότε φέρουμε καρτερικά τόν σταυρό μας, ὅταν ἀληθινά ἀντιλαμβανόμαστε καί ἀνα γνωρίζουμε τό ἁμάρτημά μας. Σ᾽ αὐτή τή συναίσθηση τοῦ ἁμαρτήματός μας δέν ὑπάρχει καμιά αὐταπάτη. Ὡστόσο, ὅποιος παραδέχεται τόν ἑαυτό του ἁμαρτωλό καί ταυτόχρονα γογγύζει καί μοιρολογάει ἀπό τό ὕψος τοῦ σταυροῦ του, ἀποδεικνύει μ᾽ αὐτό ὅτι μέ τό νά παραδέχεται τήν ἁμαρτία του ἐπιφανειακά, κολακεύει μονάχα τόν ἑαυτόν του καί τόν ξεγελᾶ.
Τό νά ὑπομένουμε καρτερικά τόν σταυρό μας ἀποτελεῖ ἀληθινή μετάνοια. Ἐσύ, ἀδελφέ, πού εἶσαι σταυρωμένος στόν σταυρό, ἐξομολογήσου στόν Κύριο μέσα στή δικαιοσύνη καί τή χρηστότητα τῶν κριμάτων Του. Μέ τήν αὐτοκατάκριση δικαίωσε τήν κρίση τοῦ Θεοῦ καί θά λάβεις ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν σου.
Ἐσύ, πού εἶσαι σταυρωμένος στόν σταυρό, γνώρισε τόν Χριστό – καί θά σοῦ ἀνοιχτεῖ ἡ πύλη τοῦ Παραδείσου. Ἀπό τόν σταυρό σου δοξολόγησε τόν Κύριο, ἀποκρούοντας ἀπό τόν ἑαυτό σου κάθε λογισμό μεμψιμοιρίας καί γογγυσμοῦ, ἀπορρίπτοντάς τον σάν ἔγκλημα καί σάν βλασφημία ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τήν κορυφή τοῦ σταυροῦ σου εὐχαρίστησε τόν Κύριο γιά τήν ἀνεκτίμητη δωρεά – γιά τόν σταυρό σου. Εὐχαρίστησε γιά τό πολύτιμο προνόμιό σου, τό προνόμιο νά μιμεῖσαι τόν Χριστό μέ τά βάσανα καί τό μαρτύριό σου.
Ἀπό τό σταυρό, ὅπου εἶσαι σταυρωμένος, θεολόγησε, γιατί ὁ σταυρός εἶναι τό ἀληθινό καί μόνο σχολεῖο, φυλακτήριο καί ἁγία τράπεζα τῆς ἀληθινῆς Θεολογίας.
Ἔξω ἀπό τόν σταυρό, δίχως τόν σταυρό, δέν ὑπάρχει ζῶσα γνώση Χριστοῦ. Μή ἀναζητᾶς τή Χριστιανική τελείωση στίς ἀνθρώπινες ἀρετές. Ἐκεῖ δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ τελείωση. Αὐτή εἶναι κρυμμένη στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου μετατρέπεται σέ Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ φέρει τόν σταυρό του μέ ἐνεργό τή συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του, ἡ ὁποία ἔχει ἀνάγκη κολασμοῦ.
Φέρνει κανείς τό σταυρό του, ὅταν σηκώνει τόν σταυρό του μέ εὐχαριστία πρός τόν Χριστό καί μέ δοξολόγησή Του. Σάν ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς δοξολογίας καί εὐχαριστίας μέσα στόν βασανισμένο ἄνθρωπο ἐμφανίζεται ἡ πνευματική παρηγοριά. Ἡ εὐχαριστία καί ἡ δοξολογία αὐτή γίνονται πλουσιώτατη πηγή ἀσύλληπτης καί αἰώνιας χαρᾶς, πού ξεπηδάει μέ χάρη ἀπό τήν καρδιά, ξεχύνεται στήν ψυχή καί στό ἴδιο τό σῶμα.
Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ, μονάχα στήν ἐξωτερική του ὄψη, γιά τούς σαρκικούς ὀφθαλμούς, εἶναι πεδίο καί χῶρος σκληρός καί δύσκολος. Γιά τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ, πού Τόν ἀκολουθεῖ, ὁ σταυρός εἶναι πεδίο καί χῶρος ὑψίστης πνευματικῆς ἡδονῆς καί ἀπολαύσεως. Τόσο μεγάλη εἶναι αὐτή ἡ ἡδονή καί ἀπόλαυση, ὥστε ἡ θλίψη πνίγεται καί σβήνει ὁλότελα ἀπό τήν ἀπόλαυση. Καί ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ, πού τόν ἀκολουθεῖ, αἰσθάνεται μονάχα ἡδονή τήν ὥρα πού βρίσκεται ἀνάμεσα στά πιό σκληρά βάσανα. Ἔλεγε ἡ νεαρή Μαύρα στόν νεαρό σύζυγό της Τιμόθεο, ὁ ὁποῖος ὑπέμενε φοβερά βασανιστήρια καί πόνους καί τήν καλοῦσε νά δεχτεῖ καί ἐκείνη τό μαρτύριο: «Φοβοῦμαι, ἀδελφέ μου, μήπως τρομάξω, ὅταν θά δῶ τά φοβερά βασανιστήρια καί τόν ἐξοργισμένο ἡγεμόνα, μήπως ἀποκάμω σέ καρτερία καί ὑποκύψω ἐξαιτίας τῆς νεανικῆς μου ἡλικίας». Ὁ μάρτυρας Τιμόθεος τῆς ἀπάντησε τότε: «Ἔλπιζε στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό καί τά βασανιστήρια θά εἶναι γιά σένα λάδι, πού ξεχύνεται ἀπάνω στό σῶμα σου καί πνεῦμα δρόσου στά κόκκαλά σου, πού θά ἀνακουφίζει ὅλες σου τίς ἀσθένειες».
Ὁ Σταυρός εἶναι ἡ ἰσχύς καί ἡ δόξα ὅλων τῶν ἀπ᾽ αἰῶνος Ἁγίων. Ὁ Σταυρός εἶναι ἰατήρας τῶν παθῶν, ἐξολοθρευτής τῶν δαιμόνων. Θανάσιμος εἶναι ὁ σταυρός γιά ἐκείνους, πού τόν σταυρό τους δέν τόν μεταμόρφωσαν σέ Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, πού ἀπό τόν σταυρό τους γογγύζουν κατά τῆς Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ. Σταυρός εἶναι γιά ἐκείνους πού τόν μέμφονται καί τόν βλασφημοῦν καί παραδίδονται στήν ἀπελπισία καί τήν ἀπόγνωση.
Οἱ ἁμαρτωλοί, πού δέν ἐξομολογοῦνται καί δέν μετανοοῦν, πεθαίνουν πάνω στόν σταυρό τους μέ θάνατο αἰώνιο. Μέ τό νά μήν ὑπομένουν καρτερικά ἀποστεροῦνται τήν ἀληθινή ζωή, τή ζωή μέσα στόν Θεό. Τούς ἀποκαθηλώνουν ἀπό τόν σταυρό τους, γιά νά κατέβουν σάν ψυχές στόν αἰώνιο τάφο.
Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἀνυψώνει ἀπό τή γῆ τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ πού ‘ναι σταυρωμένος ἀπάνω του. Ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ, πού ‘ναι σταυρωμένος πάνω στό σταυρό του, φρονεῖ τά ἄνω, μέ τόν νοῦ καί τήν καρδιά του ζεῖ στόν οὐρανό καί καθορᾶ τά μυστήρια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν», εἶπε ὁ Κύριος, «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι».
http://www.alopsis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: