ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 31, 2010

Γιάννης ο Ευλογημένος!




O Άγιος Βασίλης, σαν περάσανε τα Χριστούγεννα, πήρε το ραβδί του και γύρισε σ όλα τα χωριά, να δει ποιός θα τόνε γιορτάσει με καθαρή καρδιά.
Πέρασε από λογιών-λογιών πολιτείες κι από κεφαλοχώρια, μα σ’ όποια πόρτα κι αν χτύπησε δεν τ’ ανοίξανε, επειδή τον πήρανε για διακονιάρη. Κι έφευγε πικραμένος, γιατί ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από τους ανθρώπους, μα ένοιωθε το πόσο θα πονούσε η καρδιά κανενός φτωχού από την απονιά που του δείξανε κείνοι οι άνθρωποι.


Μια μέρα έφευγε από ένα τέτοιο άσπλαχνο χωριό, και πέρασε από το νεκροταφείο, κι είδε τα κιβούρια πως ήτανε ρημαγμένα, οι ταφόπετρες σπασμένες κι αναποδογυρισμένες, και τα νιόσκαφτα μνήματα ήτανε σκαλισμένα από τα τσακάλια.

Σαν άγιος που ήτανε άκουσε πως μιλούσανε οι πεθαμένοι και λέγανε: «Τον καιρό που είμαστε στον απάνω κόσμο, δουλέψαμε, βασανιστήκαμε, κι αφήσαμε πίσω μας παιδιά κ εγγόνια να μας ανάβουνε κανένα κερί, να μας καίγουνε λίγο λιβάνι μα δεν βλέπουμε τίποτα, μήτε παπά στο κεφάλι μας να μας διαβάσει παραστάσιμο, μήτε κόλλυβα, παρά σαν να μην αφήσαμε πίσω μας κανέναν».

Κι ο άγιος Βασίλης πάλι στενοχωρήθηκε κι είπε: «Τούτοι οι χωριάτες ούτε σε ζωντανό δε δίνουνε βοήθεια, ούτε σε πεθαμένον », και βγήκε από το νεκροταφείο, και περπατούσε ολομόναχος μέσα στα παγωμένα χιόνια..


* * *
Παραμονή της πρωτοχρονιάς έφτασε σε κάτι χωριά που ήτανε τα πιο φτωχά ανάμεσα στα φτωχοχώρια, στα μέρη της Ελλάδας. Ο παγωμένος αγέρας βογκούσε ανάμεσα στα χαμόδεντρα και στα βράχια, ψυχή ζωντανή δεν φαινότανε, νύχτα πίσσα! Είδε μπροστά του μια ραχούλα, κι από κάτω της ήτανε μια στρούγκα τρυπωμένη. Ο άγιος Βασίλης μπήκε στη στάνη και χτύπησε με το ραβδί του την πόρτα της καλύβας και φώναξε: «Ελεήστε με, τον φτωχό, για την ψυχή των αποθαμένων σας κι ο Χριστός μας διακόνεψε σε τούτον τον κόσμο!». Τα σκυλιά ξυπνήσανε και χυθήκανε απάνω του, μα σαν πήγανε κοντά του και τον μυριστήκανε, πιάσανε και κουνούσανε τις ουρές τους και πλαγιάζανε στα ποδάρια του και γρούζανε παρακαλεστικά και χαρούμενα.

Απάνω σ αυτά, άνοιξε η πόρτα και βγήκε ένας τσοπάνης, ως εικοσιπέντε χρονών παλληκάρι, με μαύρα στριφτά γένια, ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, άνθρωπος αθώος κι απελέκητος, προβατάνθρωπος, και πριν να καλοϊδεί ποιός χτύπησε, είπε: «Έλα, έλα μέσα. Καλή μέρα, καλή χρονιά!».


Μέσα στο καλύβι έφεγγε ένα λυχνάρι, κρεμασμένο από πάνω από μία κούνια, που ήτανε δεμένη σε δυο παλούκια. Δίπλα στο τζάκι ήτανε τα στρωσίδια τους και κοιμότανε η γυναίκα του Γιάννη. Αυτός, σαν μπήκε μέσα ο άγιος Βασίλης, κι είδε πως ήτανε γέρος σεβάσμιος, πήρε το χέρι του και το ανεσπάσθηκε κι είπε: «Να χω την ευχή σου, γέροντα», και το ’λεγε σαν να τον γνώριζε κι από πρωτύτερα, σα να ’τανε πατέρας του.
Και κείνος του είπε: «Βλογημένος να σαι, εσύ κι όλο το σπιτικό σου, και τα πρόβατά σου η ειρήνη του Θεού να ναι απάνω σας!». Σηκώθηκε κ η γυναίκα και πήγε και προσκύνησε και κείνη τον γέροντα και φίλησε το χέρι του και τη βλόγησε. Κι ο άγιος Βασίλης ήτανε σαν καλόγερος ζητιάνος, με μια σκούφια παλιά στο κεφάλι του, και τα ράσα του ήτανε τριμμένα και μπαλωμένα και τα τσαρούχια του τρύπια, κι είχε κι ένα παλιοτάγαρο αδειανό. Ο Γιάννης ο Βλογημένος έβαλε ξύλα στο τζάκι. Και παρευθύς, φεγγοβόλησε το καλύβι και φάνηκε σαν παλάτι. Και φανήκανε τα δοκάρια, σα να ’τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οι πητιές που ήτανε κρεμασμένες φανήκανε σαν καντήλια, κι οι καρδάρες και τα τυροβόλια και τ’ άλλα τα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης, γινήκανε σαν ασημένια, και σαν πλουμισμένα με διαμαντόπετρες φανήκανε, και τ’ άλλα, τα φτωχά τα πράγματα που χε μέσα στο καλύβι του ο Γιάννης ο Βλογημένος.
Και τα ξύλα που καιγόντανε στο τζάκι τρίζανε και λαλούσανε σαν τα πουλιά που λαλούνε στον παράδεισο, και βγάζανε κάποια ευωδιά πάντερπνη.

Τον άγιο Βασίλη τον βάλανε κι έκατσε κοντά στη φωτιά κι η γυναίκα του ’θεσε μαξιλάρια να ακουμπήσει. Κι ο γέροντας ξεπέρασε το ταγάρι του από το λαιμό του και το βαλε κοντά του, κι έβγαλε και το παλιόρασό του κι απόμεινε με το ζωστικό του.
Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε κι άρμεξε τα πρόβατα μαζί με τον παραγυιό του, κι έβαλε μέσα στην κοφινέδα τα νιογέννητα τ’ αρνιά, κι ύστερα χώρισε τις ετοιμόγεννες προβατίνες και τις κράτησε στο μαντρί, κι ο παραγυιός τα ’βγαλε τ’ άλλα στη βοσκή. Λιγοστά ήτανε τα ζωντανά του, φτωχός ήτανε ο Γιάννης, μα ήτανε Βλογημένος.
Κι είχε μία χαρά μεγάλη, σε κάθε ώρα, μέρα και νύχτα, γιατί ήτανε καλός άνθρωπος κι είχε και καλή γυναίκα, κι όποιος λάχαινε να περάσει από την καλύβα τους, σαν να ’τανε αδελφός τους, τον περιποιόντανε. Για τούτο κι ο άγιος Βασίλης κόνεψε στο σπίτι τους, και κάθησε μέσα, σα να ’τανε δικό του σπίτι, και βλογηθήκανε τα θεμέλιά του. Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της Οικουμένης, οι αρχόντοι, οι δεσποτάδες κι οι επίσημοι ανθρώποι μα εκείνος δεν πήγε σε κανέναν, παρά πήγε και κόνεψε στο καλύβι του Γιάννη του Βλογημένου.


* * *

Το λοιπόν, σαν σκαρίσανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στον άγιο: «Γέροντα, έχω χαρά μεγάλη. Θέλω να μας διαβάσεις τα γράμματα τ’ Άη-Βασίλη.
Εγώ είμαι άνθρωπος αγράμματος, μα αγαπώ τα γράμματα της θρησκείας μας. Έχω και μία φυλλάδα από έναν γούμενο αγιονορίτη, κι όποτε τύχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος, τον βάζω και μου διαβάζει από μέσα την φυλλάδα, γιατί δεν έχουμε κοντά μας εκκλησία».


Έπιασε και θαμπόφεγγε κατά το μέρος της ανατολής. Ο άγιος Βασίλης σηκώθηκε και στάθηκε κατά την ανατολή κι έκανε το σταυρό του, ύστερα έσκυψε και πήρε μία φυλλάδα από το ταγάρι του, κι είπε: «Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων».

Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε και στάθηκε από πίσω του, και η γυναίκα βύζαξε το μωρό και πήγε και κείνη και στάθηκε κοντά του, με σταυρωμένα χέρια.

Κι ο άγιος Βασίλης είπε το «Θεός Κύριος» και το απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες», δίχως να πει και το δικό του το απολυτίκιο που λέγει «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου».

Η φωνή του ήτανε γλυκιά και ταπεινή, κι ο Γιάννης κι η γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ας μην καταλαβαίνανε τα γράμματα. Και είπε ο άγιος Βασίλης όλον τον Όρθρο και τον Κανόνα της Εορτής: «Δεύτε λαοί άσωμεν άσμα Χριστώ τω Θεώ, χωρίς να πει το δικό του τον Κανόνα, που λέγει «Σου την φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε».

Και ύστερα είπε όλη τη λειτουργία κι έκανε απόλυση και τους βλόγησε.
Και σαν καθήσανε στο τραπέζι και φάγανε κι αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά.

Κι ο άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπιτα, κι είπε: «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος κ έκοψε το πρώτο το κομμάτι κι είπε «του Χριστού» κι ύστερα είπε «της Παναγίας», κι ύστερα είπε «του νοικοκύρη Γιάννη του Βλογημένου».
Του λέγει ο Γιάννης: «Γέροντα, ξέχασες τον άη- Βασίλη!».
Του λέγει ο άγιος: «Ναι, καλά! κι ύστερα λέγει: «Του δούλου του Θεού Βασιλείου». Κι ύστερα λέγει πάλι: «Του νοικοκύρη, «της νοικοκυράς», «του παιδιού», «του παραγυιού», «των ζωντανών», «των φτωχών».

Τότε λέγει στον άγιο ο Γιάννης ο Βλογημένος: «Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου;
Του λέγει ο άγιος: «Έκοψα, Βλογημένε!» μα, ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα, ο μακάριος. Κι ύστερα, σηκώθηκε όρθιος ο άγιος Βασίλειος κι είπε την ευχή του «Κύριε ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμί άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθεις του οίκου της ψυχής μου».

Κι είπε ο Γιάννης ο Βλογημένος: «Πες μου, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, σε ποιά παλάτια άραγες πήγε σαν απόψε ο άγιος Βασίλης; οι αρχόντοι κι οι βασιλιάδες τι αμαρτίες να χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστε αμαρτωλοί, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε».

Κι ο άγιος Βασίλης δάκρυσε κι είπε πάλι την ευχή, αλλοιώτικα: «Κύριε, ο Θεός μου, οίδα ότι ο δούλος σου Ιωάννης ο απλούς εστίν άξιος και ικανός ίνα υπό την στέγην του εισέλθεις. Ότι νήπιος υπάρχει και τα μυστήριά Σου τοις νηπίοις αποκαλύπτεται».

Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο μακάριος, ο Γιάννης ο Βλογημένος...

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
πηγη

Εις τον ουρανοφάντορα Βασίλειο



 Σου την φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε...




Η δική σου φωνή θα έπρεπε να παρίσταται ανάμεσα μας, Βασίλειε, λέγει το τροπάριο του όρθρου, αγαπητοί μου αδελφοί, ώστε να δυνηθεί να εγκωμιάσει τον χριστομίμητο βίο και την πολιτεία σου. Και πραγματικά ότι και αν έχει γραφθεί ή λεχθεί ακόμα και από τους χρυσολόγους ρήτορες ή τους θεοπνεύστους πατέρες είναι λίγο, πολύ λίγο για να παραστήσει το ύψος το πνευματικό και την υπεραποστολική συμβολή του Μεγάλου Βασιλείου στην Ορθόδοξη Εκκλησία.


Αν έπρεπε να ομιλήσουμε για τις αρετές, τις νηστείες, την πραότητα, την σοφία,το μακρόθυμο, το ιεροπρεπές , την αγγελική, αρχιερατική εκείνη φυσιογνωμία , θα έπρεπε να επιστρατεύσουμε ακόμα μια φορά έναν επάξιο ύμνο, ύμνο πού συνέγραψε για εκείνον, ο ομώνυμος του Μοναχός Βασίλειος: "  Πάντων τν γίων νεμάξω τάς ρετάς, Πατρ μν Βασίλειε, Μωϋσέως τπρον, Ἠλιοτν ζλον, Πέτρου τν μολογίαν, Ἰωάννου τν Θεολογίαν"και για την ποιμαντική του πατρική φροντίδα, εκδηλούμενη σε κάθε ανθρώπινο πλάσμα , συνεχίζει: "ὡς Παλος κβον οκ παύσω. Τς σθενεῖ, καοκ σθενῶ; τς σκανδαλίζεται, καοκ γπυρομαι;"

Ο Βασίλειος ο μέγας, ο ουρανοφάντωρ, πού πάει να πεί "ουρανοκατέβατος", "εξ ουρανού φανείς επί γης ουρανοπολίτης", δεν είναι άγνωστος ακόμα στους φιλοσόφους,τους ρήτορες, τους πανεπιστήμονες αυτού του κόσμου. Αλλά και αυτοί οι φιλάνθρωποι από χριστιανών έως ουμανιστών καυχώνται για εκείνον ως πρωτοπόρο ιδρυτή ευαγων ιδρυμάτων ανακούφισης του ανθρώπινου πονου. Αλλά και οι της ακαδημαϊκής θεολογίας θεράποντες καυχώνται για τον πολύσοφο καθαιρέτη Αρείου, οι δε ποιητές για τον ποιητή, οι ρητορες για τον ρήτορα και οι ιατροί για τον ιατρό. Κοντά στους κοσμικούς συγκαυχώνται και οι Μοναχοί,έχοντας μεγάλο κανονολόγο και συνασκητή τον μέγα Βασίλειο.

Αλλ'εμείς δεν καυχώμαστε για τον ρήτορα,τον ακαδημαϊκό θεολόγο,τον φιλόσοφο,τον ιατρό,τον αστρονόμο και διοικητή ιδρυμάτων ή κανονολόγο Βασίλειο επίσκοπο Καππαδοκίας. Καυχώμαστε βέβαια και τιμάμε την κατά κόσμο σοφία του και την συμβολή του στην ιστορία της ανθρώπότητας, Πλέον όμως και κύρια πανηγυρίζουμε τον άγιο, τον εκούσια φτωχό και φιλόπτωχο πατέρα,τον πτωχων υπερασπιστή και πλουτιστή, των ασθενούντων ιατρό, τον έλεγχο των αδίκων και των τυρράνων, της θεολογίας της πνευματικής την ακρότητα, τον κανόνα της ορθοδοξίας κια ορθοπραξίας,τον θερμό άνθρωπο της προσευχής,τον υψίνοα και λαμπρό λειτουργό, τον συνώνυμο της βασιλικής ταπείνωσης,της απεριόριστης, κενωτικής, θυσιαστικής, απέραντης αγάπης, πού επεκτείνεται αδιάκριτα στον κάθε πάσχοντα και ενδεή, ανεξαρτήτως θρησκείας, καταστάσεως και γένους.
Ναι , αγαπητοί μου χριστιανοί, αυτος είναι ο άγιος Βασίλειος. Όχι ένα εντυπωσιακό λήμμα σε μια κοσμική φιλολογική εγκυκλοπαίδεια πού διεκδικείται από τους σοφούς του κόσμου, αλλά αυτός ο διά Χριστός ταπεινός και δια Χριστόν μέγας. Ό άγιος, ο πατέρας, ο σιτοδότης, ο των Αγγέλων συνόμιλος και δέκατος τρίτος των αποστόλων. Ο μέγας πού γνώριζε πώς να γίνεται μικρός, να χέεται , να κενώνεται από το ύψος του για να συνομιλήσει, να περιθάλψει, να διασώσει, να ανακουφίσει και να φωτίσει τον μικρό, τον απλό άνθρωπο, πού οι εκλεκτοί και μεγάλοι συνήθως  θεωρούν ασήμαντο και ανάξιο λόγου.

Αυτή την μεγαλειώδη ταπεινότητα,αυτή την υψηλή αγάπή και ιερατική μεγαλειότητα, εορτάζουμε σήμερα και αυτό καλούμαστε να γίνουμε, αυτό πού μας δίδαξε ζωντανά και πράξει και λόγω ο φαεινός αστέρας της Καισαρείας: ζηλωτές και μιμητές Χριστού,τίποτα λιγότερο ή περισσότερο στην ζωή μας.
Καλή και ευλογημένη χρονιά, πλήρη με τα αγαθά του Κυρίου , δια πρεσβειών του μεγάλου Βασιλείου  εύχομαι σε όλους, αμήν


π. Παντελεήμων Κρούσκος ,  παραμονή πρωτοχρονιάς 2010

Aπό τα θαυμάσια του Μεγάλου Βασιλείου


Όταν κάποτε παρατήρησε τον τοπικό άρχοντα για μία αδικία που έκανε σε μια χήρα γυναίκα, κι αφού ο άρχοντας δεν συμμορφώθηκε, αναγκάσθηκε ο Άγιος να του πει, ότι όπως έμενε ασυγκίνητος στις εκκλήσεις αυτής της αδικημένης γυναίκας έτσι κάποιοι θα μένουν ασυγκίνητοι όταν αυτός ο ίδιος θα έχει την ανάγκη τους. Έτσι έγινε όταν ο βασιλιάς του έδειξε την οργή του, οδηγώντας τον σιδηροδέσμιο οι στρατιώτες του στις πόλεις για να πληρώσει τις αδικίες που είχε κάνει. Τότε κατάλαβε την πρόρρηση του αγίου και παρακάλεσε τον Άγιο Βασίλειο και  τον Θεό να τον λυπηθεί. Ο αμνησίκακος Άγιος προσευχόμενος στον Θεό και μόνο με την ευχή του ηρέμησε το βασιλιά και μετά από έξι μέρες αφ' ότου ο δυστυχής άρχοντας παρακάλεσε τον Άγιο Βασίλειο έφθασε γράμμα από το βασιλιά όπου τον ελευθέρωνε. Μ' αυτό τον τρόπο συνετίσθηκε ο άρχοντας κι αναγνώρισε την καλωσύνη του Αγίου τον οποίο κι ευχαρίσθησε. Και στη γυναίκα που είχε αδικήσει έδωσε διπλάσιο το ποσό.
     Προς το τέλος της επίγειας πορείας του, καθώς μετέβαινε στην Εκκλησία, μία αμαρτωλή γυναίκα έπεσε στα πόδια του ρίχνοντας ένα γράμμα στο οποίο έγραψε τις αμαρτίες της, γιατί ντρεπόταν η ίδια να τις ξεστομίσει και κλαίγοντας παρακαλούσε τον Άγιο να το διαβάσει και να συγχωρήσει τις αμαρτίες της. Ο Άγιος την παρηγόρησε, και είπε ότι μόνο ο Κύριος συγχωρεί τις αμαρτίες μας. Φιλεύσπλαχνος, όπως ήταν, κρατούσε το γράμμα σ' όλη τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Στο τέλος κάλεσε τη γυναίκα και της επέστρεψε το γράμμα. Εκείνη μόλις το άνοιξε δεν βρήκε τίποτε γραμμένο, παρά μόνο ένα σημείο όπου αναφέρει ένα θανάσιμο αμάρτημά της. Κλαίγοντας πάλι τον παρακαλούσε να την λυπηθεί και να προσευχηθεί και πάλι στο Θεό να τη συγχωρήσει. Ο Άγιος Βασίλειος τότε της είπε να πάει αμέσως στην έρημο να βρει τον Όσιο Εφραίμ και να δεηθεί αυτός, στον Θεό για το αμάρτημα της. Η γυναίκα χωρίς να χρονοτριβήσει με την ευχή του Αγίου πήγε αμέσως στην έρημο. Εκεί βρήκε τον Όσιο Εφραίμ κι αφού του διηγήθηκε την ιστορία της, τον παρακάλεσε θερμά.
     Ο Όσιος όμως της αρνήθηκε, λέγοντας της να πάει στον Άγιο Βασίλειο όπου οι δικές του δεήσεις έσβησαν τις αμαρτίες της έτσι αυτός πάλι μπορεί να δεηθεί στον Κύριο και για τη μία αμαρτία που έμεινε. Να το κάνει σύντομα όμως γιατί ο Άγιος σε λίγο πεθαίνει. Εκείνη μόλις το άκουσε έφυγε τρέχοντας να προλάβει ζωντανό τον Άγιο. Όταν έφθασε, όμως η δύστυχη βρήκε το φέρετρο του και πλήθος κόσμου πάνω του. Έκλαιγε και φώναζε, ρίχνοντας το γράμμα στα πόδια του Αγίου είπε σε όλους την ιστορία. Κλαίγοντας έλεγε ότι ο Άγιος μπορούσε να δεηθεί και γι' αυτή την αμαρτία αλλά την έστειλε σε άλλον. Ένας Ιερέας τότε θέλησε να δει στο γράμμα για ποια αμαρτία μιλούσε η γυναίκα. Και τότε να το θαύμα. Δεν υπήρχε στο γράμμα τίποτε γραμμένο.
     Κατά την τελευταία μέρα πάλι της ζωής του ο Άγιος και Μέγας Βασίλειος έκανε Χριστιανό τον Εβραίο γιατρό και φίλο του Ιωσήφ καθώς και όλη του την οικογένεια  με θαυμαστό τρόπο. Αφού ο γιατρός τον επισκέφθηκε, ρώτησε ο Άγιος να του πει πόσες ώρες του μένουν. Αυτός πιάνοντας τον σφυγμό του, του είπε ότι μένουν λίγες ώρες, κι ότι στη δύση του ηλίου θα πεθάνει. Ο Άγιος τότε του είπε ότι αν ζήσει μέχρι την επόμενη ημέρα τι θα κάνει. Ο Ιωσήφ του είπε ότι αν συμβεί κάτι τέτοιο να πεθάνει ο ίδιος. Καλά το λες του είπε ο Άγιος να πεθάνεις την αμαρτία και να ζήσεις εν Χριστώ. Δέχθηκε ο Ιωσήφ γιατί ήταν αδύνατο με τους φυσικούς νόμους να συνέβαινε κάτι τέτοιο. Όταν έφυγε ο Εβραίος, προσευχήθηκε ο Άγιος Βασίλειος στον Θεό να του παρατείνει τη ζωή και για να δώσει την πραγματική ζωή στο φίλο του Ιωσήφ και στην οικογένεια του και για να προλάβει να έρθει εκείνη η δυστυχισμένη γυναίκα, που έστειλε στην έρημο στον Όσιο Εφραίμ. Ο Θεός άκουσε τη δέηση του αγαπημένου δούλου του. Την επόμενη ημέρα το πρωΐ ζήτησε να του φέρουν τον Εβραίο γιατρό. Εκείνος αμέσως πήγε στο σπίτι του Αγίου νομίζοντας ότι θα τον βρει νεκρό. Βλέποντας όμως ότι ο Άγιος Βασίλειος ήταν ζωντανός χωρίς καν σφυγμό και ζωή στις φλέβες του έπεσε στα πόδια του κι αναγνώρισε τον αληθινό Θεό και Σωτήρα Ιησού Χριστό. Σε λίγο ο ίδιος ο Άγιος βάπτισε τον Ιωσήφ με το όνομα Ιωάννη και όλη του την οικογένεια.
     Γύρω στις δέκα ρώτησε πάλι ο Άγιος τον φίλο του «Κύριε Ιωάννη πότε θα πεθάνω;» κι εκείνος του απάντησε «όταν ορίσεις εσύ Δέσποτα» 

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 29, 2010

Ότι το ευαγγέλιο δεν γεννήθηκε σε φάτνη χρυσή ή ποιοί είναι οι φίλοι του Χριστού


Tω αυτώ μηνί KΘ΄, μνήμη των Aγίων Nηπίων των υπό Hρώδου αναιρεθέντων, χιλιάδων όντων δεκατεσσάρων.      

Tη αυτή ημέρα μνήμη πάντων των Xριστιανών των εν λιμώ και δίψη και μαχαίρα και κρύει τελειωθέντων. Tελείται δε η αυτών Σύναξις εν τω Nαώ της Yπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου εν τοις Xαλκοπρατείοις, ένθα κείται η αγία Σορός.
από την σφαγή των αρμενίων... αλλά και από κάθε σφαγή

Εἰς τὰ ὦτα τοῦ Κυρίου Σαβαώθ, εἰσεληλύθει ἡ σφαγὴ ὑμῶν, Βρέφη τίμια· δι' αὐτὸν γὰρ τὸ αἷμα ἐξεχέατε, καὶ ἐν κόλποις Ἀβραὰμ ἐπαναπαύεσθε, καὶ τὴν Ἡρῴδου εἰς αἰῶνας, μισητὴν κακίαν καταγγέλλετε, δυνάμει τοῦ τεχθέντος Χριστοῦ.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 28, 2010

«Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη»




«Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη»
Του Παντελη Μπουκαλα


Δύσκολα τα Χριστούγεννα του τεμπέλη. Οχι, δεν πρόκειται για τον μαστρο-Παύλο τον Πισκολέτο, τον ήρωα του Παπαδιαμάντη, που αν συνέτασσε «τον κανονισμόν της εβδομάδος, θα ώριζε την Κυριακήν διά σχόλην, την Δευτέραν διά χουζούρι, την Τρίτην διά σουλάτσο, την Τετάρτην, Πέμπτην και Παρασκευήν δι’ εργασίαν, και το Σάββατον διά ξεκούρασμα». Για τον ανώνυμο τεμπέλη Ελληνα πρόκειται, τον τεμπέλληνα, όπως μονολεκτικά τον ονομάζει η ειρωνεία των κατά φαντασίαν δουλευταράδων του τόπου.
Ετσι δεν ζωγραφίζουν, χρόνια τώρα, τον μέσο πολίτη όσοι δεν έτυχε να ακούσουν ότι πολλοί εκπαιδευτικοί δουλεύουν και ταξί τα βράδια για να τα βγάλουν πέρα; Σαν εξ επαγγέλματος άεργους δεν μυκτηρίζουν οι «επιτυχημένοι» όσους εξωθούνται από την ανεργία σε δύο και τρεις ανασφάλιστες δουλειές, κούριερ ή ό,τι άλλο, για να μη χάσουν εντελώς τον αυτοσεβασμό τους; Και σαν παράσιτα δεν αντιμετωπίζουν τους συνταξιούχους που ούτε να ονειρευτούν δεν τολμούν την παπαδιαμαντική «ραστώνη, το δόλτσε φαρ νιέντε των αδελφών Ιταλών»; Ναι, μια χαρά κρατούν οι αστικοί μύθοι. Να, ακόμα μιλούν επιτιμητικά οι κήνσορες για το «ένα - ενάμισι εκατομμύριο των δημοσίων υπαλλήλων», κι ας μετρήθηκαν πολύ λιγότεροι. Και δεν είναι βέβαια οι μισοί αργόσχολοι και οι υπόλοιποι διεφθαρμένοι, όπως τους κατηγορούν οι αυθεντίες των τηλεδικείων.
Ο τεμπέλης του Παπαδιαμάντη καταφεύγει στην ταβέρνα, «διωγμένος από την γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθερά του, δαρμένος από τον κουνιάδο του, ξωρκισμένος από την σπιτονοικοκυράν του και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του». Κάπως έτσι, διωγμένος, υβρισμένος, δαρμένος, ξορκισμένος και φασκελωμένος, νιώθει και ο «τεμπέλληνας» της παραπολιτικής μυθοπλασίας, αλλά όχι από τους συγγενείς (μόνο οι σπιτονοικοκύρηδες μένουν ίδιοι, να απαιτούν τα καθυστερούμενα νοίκια). Διωγμένος με συνοπτικές ή και εκβιαστικές διαδικασίες από τη δουλειά του· δαρμένος και χημικοβομβαρδισμένος από τα ΜΑΤ· φασκελωμένος από τους Ευρωπαίους «εταίρους»· υβρισμένος από όσους δογματίζουν πως του χρειάζεται μαστίγιο για να αναμορφωθεί. «Μου φαίνεται πως αυτοί οι μαστόροι, αυτοί οι αρχόντοι, αυτή η κοινωνία πολύ κακά έχουν διωρισμένα τα πράγματα» λέει πάντως ο Παπαδιαμάντης.

καθημερινή

Για την αγάπη

 


Ἔλεγαν γιά τόν ἀββά Παφνούτιο, πώς πολύ σπάνια ἔπινε κρασί. Ὁδοιπορώντας, λοιπόν, κάποτε στήν ἔρημο, ἔπεσε πάνω σέ μιά συντροφιά ληστῶν, πού τρώγανε καί πίνανε.  Ὁ ἀρχιληστής τόν γνώρισε, καί ἤξερε πώς δέν πίνει κρασί.  Ὡστόσο, μόλις τόν εἶδε κατάκοπο ἀπ' τήν ὁδοιπορία, γεμίζει τό ποτήρι μέ κρασί, καί μέ τό σπαθί στ' ἄλλο του χέρι, λέει στόν Γέροντα:
-Ἄν δέν τό πιεῖς θά σέ σκοτώσω.
Σκεφτόμενος ὁ Γέροντας, πώς ὁ ἀρχιληστής θέλει νά ἐκπληρώσει μ' αὐτό τόν τρόπο τό θέλημα τοῦ Θεοῦ , καί θέλοντας κιόλας νά τόν κερδίσει, πῆρε και ἤπιε.
Τότε ὁ ληστής ἔδειξε μετάνοια, καί τοῦ λέει:
- Συγχώρεσέ με ἀββᾶ, γιατί σέ στενοχώρησα.
Κι ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ:
- Ἔχω ἐμπιστοσύνη ἀπόλυτη στό Θεό , πώς, γι' αὐτό τό ποτήρι πού μοῦ 'δωκες, μπορεῖ νά σοῦ χαρίσει τό ἔλεός Του.
Κι ὁ ἀρχιληστής ἀμέσως τοῦ λέει:
- Πιστεύω κ' ἐγώ, Γέροντα, πώς ὁ Θεός θά μέ βοηθήσει νά μή βλάψω κανέναν ἀπό τώρα καί πέρα!
Κ' ἔτσι ὁ Γέροντας, ἀφήνοντας τό δικό του θέλημα ἀπό ἀγάπη στό θεό, κέρδισε ὁλόκληρη τήν ὁμάδα ἐκείνων τῶν ληστῶν.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 24, 2010

H Γέννηση



 Η     Γέννηση


Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα. Χτύπησα την πόρτα και μπήκα.  

Μου 'δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό. 

«Είδες - μου λέει - γεννήθηκε η ευσπλαχνία». 

Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ.

Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες και δε θα 'χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ' αυτό.


Τάσος Λειβαδίτης - Ο Αδελφός Ιησούς









Εύχομαι σε όλους τους φίλους , πατέρες  και αδελφούς, ο Τεχθείς Χριστός, η Εσαρκωμένη του Θεού Ευδοκία, να ανατέλει και να γεννάται αεί στις φάτνες των ψυχών σας!

Καλά Χριστούγεννα και ολόφωτο νέο έτος!




Πέμπτη, Δεκεμβρίου 23, 2010

Τά χείλη σου ἔγιναν κλωστοῦλα κόκκινη...

Παναγιά Γλυκοφιλούσα,17ος αιω., Βυζ . Μουσείο
"Σοῦ τά χείλη πέφυκεν σπαρτίον κόκκινον
καί τί ὡραία ἡ λαλιά σου!
δι'ὧν κατεφίλησας Θεόν,
Παναγία, ὡς βρέφος ἐπωλένιον"

...Τά χείλη σου ἔγιναν κλωστοῦλα κόκκινη,
καί τί ὡραία ἡ λαλιά σου!
σάν φίλησες πολλές φορές τόν Πλάστη,
Παναγία μου,
σάν βρέφος στήν ποδιά σου!
 
Από το Θεοτοκάριον,  ποίημα Ιωάννου Ευχαϊτών(ΙΑ΄αιών)
έμμετρη μετάφραση  μοναχού από την ΙΜ Εσφιγμένου( πηγή: Facebook)

Φώτης Κόντογλου - Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὸ Μέγα Μυστήριον


Μυστήριο ξένον, λέγει ὁ Ὑμνωδός, τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὸ νὰ γεννηθῆ σὰν ἄνθρωπος, ὄχι κανένας προφήτης, ὄχι κανένας ἄγγελος, ἄλλα ὁ ἴδιος ὁ Θεός! Ὁ ἄνθρωπος, θὰ μποροῦσε νὰ φθάσει σὲ μία τέτοια πίστη; Οἱ φιλόσοφοι καὶ οἱ ἄλλοι τετραπέρατοι σπουδασμένοι ἤτανε δυνατὸ νὰ παραδεχθοῦν ἕνα τέτοιο πράγμα; Ἀπὸ τὴν κρισάρα τῆς λογικῆς τους δὲν μποροῦσε νὰ περάσει ἢ παραμικρὴ ψευτιά, ὄχι ἕνα τέτοιο τερατολόγημα! Ὁ Πυθαγόρας, ὁ Ἐμπεδοκλῆς κι ἄλλοι τέτοιοι θαυματουργοί, ποὺ ἤτανε καὶ σπουδαῖοι φιλόσοφοι, δὲ μπορέσανε νὰ τοὺς κάνουνε νὰ πιστέψουνε κάποια πράγματα πολὺ πιστευτά, καὶ θὰ πιστεύανε ἕνα τέτοιο τερατολόγημα; Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἀνάμεσα σὲ ἁπλοὺς ἀνθρώπους, ἀνάμεσα σὲ ἀπονήρευτους τσοπάνηδες, μέσα σε μία σπηλιά, μέσα στὸ παχνί, ποὺ τρώγανε τὰ βόδια.
Κανένας δὲν τὸν πῆρε εἴδηση, μέσα σε ἐκεῖνον τὸν ἀπέραντο κόσμο, ποὺ ἐξουσιάζανε οἱ Ῥωμαῖοι, γιὰ τοῦτο εἶχε πεῖ ὁ προφήτης Γεδεών, πὼς θὰ κατέβαινε ἥσυχα στὸν κόσμο, ὅπως κατεβαίνει ἡ δροσιὰ ἀπάνω στὸ μπουμπούκι τοῦ λουλουδιοῦ, «ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον». Ἀνάμεσα σὲ τόσες μυριάδες νεογέννητα παιδιά, ποιὸς νὰ πάρει εἴδηση τὸ πιὸ πτωχὸ ἀπὸ τὰ πτωχά, ἐκεῖνο ποῦ γεννήθηκε ὄχι σὲ καλύβι, ὄχι σὲ στρούγκα, ἀλλὰ σὲ μία σπηλιά; Καὶ κείνη ξένη, γιατὶ τὴν εἴχανε οἱ τσομπαναρέοι νὰ σταλιάζουνε τὰ πρόβατά τους.
Τὸ «ὑπερεξαίσιον καὶ φρικτὸν μυστήριο» τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἔγινε τὸν καιρὸ ποὺ βασίλευε ἕνας μοναχὰ αὐτοκράτορας ἀπάνω στὴ γῆ, ὁ Αὔγουστος, ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Καίσαρα, ὕστερα ἀπὸ μεγάλη ταραχὴ καὶ αἱματοχυσία ἀνάμεσα στὸν Ἀντώνιο ἀπὸ τὴ μία μεριά, καὶ στὸν Βροῦτο καὶ τὸν Κάσσιο ἀπὸ τὴν ἄλλη. Τότε γεννήθηκε κι ὁ ἕνας καὶ μοναχὸς πνευματικὸς βασιλιάς, ὁ Χριστός. Κι᾿ αὐτὸ τὸ λέγει ἡ ποιήτρια Κασσιανὴ στὸ δοξαστικὸ ποὺ σύνθεσε, καὶ ποὺ τὸ ψέλνουνε κατὰ τὸν Ἑσπερινὸ τῶν Χριστουγέννων: «Αὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολυαρχία τῶν ἄνθρωπων ἐπαύσατο. Καὶ Σοῦ ἐνανθρωπήσαντος ἐκ τῆς ἁγνῆς ἡ πολυθεΐα τῶν εἰδώλων κατήργηται. Ὑπὸ μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον αἱ πόλεις γεγένηνται. Καὶ εἰς μίαν δεσποτείαν Θεότητος τὰ ἔθνη ἐπίστευσαν...».
Τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὴν προφητέψανε οἱ Προφῆτες. Πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους τὴν προφήτεψε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, τὴ μέρα ποὺ εὐλόγησε τοὺς δώδεκα υἱούς του, καὶ εἶπε στὸν Ἰούδα «δὲν θὰ λείψει ἄρχοντας ἀπὸ τὸν Ἰούδα μήτε βασιλιὰς ἀπὸ τὸ αἷμά του, ὡς ποὺ νὰ ἔλθει ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖον εἶναι γραμμένο νὰ βασιλεύει ἀπάν᾿ ἀπ᾿ ὅλους, κι αὐτὸν τὸν περιμένουμε ὅλα τὰ ἔθνη». Ὡς τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, οἱ Ἰουδαῖοι, τὸ γένος τοῦ Ἰούδα, εἴχανε ἄρχοντες, δηλαδὴ κριτὲς καὶ ἀρχιερεῖς, ποὺ ἤτανε κ᾿ οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντές τους. Ἀλλὰ τότε γιὰ πρώτη φορὰ ἔγινε ἄρχοντας τῆς Ἰουδαίας ὁ Ἡρώδης, ποὺ ἤτανε ἐθνικὸς καὶ ἔβαλε ἀρχιερέα τὸν Ἀνάνιλον «ἀλλογενῆ», ἐνῶ οἱ ἀρχιερεῖς εἴχανε πάντα μητέρα Ἰουδαία. Τελευταῖος Ἰουδαῖος ἀρχιερεὺς στάθηκε ὁ Ὑρκανός. Καὶ οἱ ἄλλοι προφῆτες προφητέψανε τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, προπάντων ὁ Ἡσαΐας. Τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὴ λένε οἱ ὑμνωδοὶ «τὸ πρὸ αἰώνων ἀπόκρυφον καὶ Ἀγγέλοις ἄγνωστον μυστήριον», κατὰ τὰ λόγια του Παύλου ποὺ γράφει: «Ἐμοὶ τῷ ἐλαχιστοτέρῳ πάντων τῶν ἁγίων ἐδόθη ἡ χάρις αὐτὴ ἐν τοῖς ἔθνεσιν εὐαγγελίσασθαι τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τοῦ Χριστοῦ καὶ φωτίσαι πάντας τίς ἡ οἰκονομία τοῦ μυστηρίου τὸν ἀποκεκρυμμένου ἀπὸ τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ, τῷ τὰ πάντα κτίσαντι διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα γνωρισθῇ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις διὰ τῆς ἐκκλησίας ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. γ´ 8-10). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει, πὼς αὐτὸ τὸ μυστήριο δὲν τὸ γνωρίζανε καθαρὰ καὶ μὲ σαφήνεια οὔτε οἱ Ἄγγελοι, γι᾿ αὐτὸ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ μὲ τρόμο τὸ εἶπε στὴν Παναγία. Καὶ στοὺς Κολασσαεῖς γράφοντας ὁ θεόγλωσσος Παῦλος, λέγει: «Τὸ μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν, νυνὶ ἐφανερώθη τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ, οἷς ἠθέλησε ὁ Θεὸς γνωρίσαι τὶς ὁ πλοῦτος, τῆς δόξης τοῦ μυστηρίου τούτου ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ὃς ἐστὶ Χριστὸς ἐν ἡμῖν ἡ ἐλπὶς τῆς δόξης». Λέγει, πῶς φανερώθηκε αὐτὸ τὸ μυστήριο στοὺς ἁγίους, ποὺ θέλησε ὁ Θεὸς νὰ τὸ μάθουνε, καὶ αὐτοὶ θὰ τὸ διδάσκανε στὰ ἔθνη; στοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ προσκυνούσανε γιὰ θεοὺς πέτρες καὶ ζῶα καὶ διάφορα ἀλλὰ κτίσματα.
Ἑξακόσια χρόνια πρὸ Χριστοῦ ὁ βασιλιὰς Ναβουχοδονόσορ εἶδε στὸ Ὄνειρό του, πὼς βρέθηκε μπροστά του ἕνα θεόρατο φοβερὸ ἄγαλμα, καμωμένο ἀπὸ χρυσάφι, ἀσήμι, χάλκωμα, σίδερο καὶ σεντέφι: Κι ἄξαφνα ἕνας βράχος ξεκόλλησε ἀπὸ ἕνα βουνὸ καὶ χτύπησε τὸ ἄγαλμα καὶ τό ῾κανε σκόνη. Καὶ σηκώθηκε ἕνας δυνατὸς ἄνεμος καὶ σκόρπισε τὴ σκόνη, καὶ δὲν ἀπόμεινε τίποτα. Ὁ βράχος ὅμως ποὺ τσάκισε τὸ ἄγαλμα ἔγινε ἕνα μεγάλο βουνό, καὶ σκέπασε ὅλη τη γῆ. Τότε ὁ βασιλιὰς φώναξε τὸν προφήτη Δανιὴλ καὶ ζήτησε νὰ τοῦ ἐξήγησει τὸ ὄνειρο.
Κι ὁ Δανιὴλ τὸ ἐξήγησε καταλεπτῶς, λέγοντας πὼς τὰ διάφορα μέρη τοῦ ἀγάλματος ἤτανε οἱ διάφορες βασιλεῖες, ποὺ θὰ περνούσανε ἀπὸ τὸν κόσμο ὕστερα ἀπὸ τὸν Ναβουχοδονόσορα καὶ πὼς στὸ τέλος ὁ Θεὸς θὰ ἀναστήσει κάποια βασιλεία ποὺ θὰ καταλύσει ὅλες τὶς βασιλεῖες, ὅπως ὁ βράχος ποὺ εἶχε δεῖ στὸ ἐνύπνιό του ἐξαφάνισε τὸ ἄγαλμα μὲ τὰ πολλὰ συστατικά του: «Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν βασελέων ἐκείνων, ἀναστήσει ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ βασιλείαν, ἥτις εἰς τοὺς αἰῶνας οὐ διαφθαρήσεται», «κάποιο βασίλειο, λέγει, ποὺ δὲν θὰ καταλυθεῖ ποτὲ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων».
Αὐτὴ ἡ βασιλεία ἡ αἰώνια, ἡ ἄφθαρτη, εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, ἡ βασιλεία τῆς ἀγάπης στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἱδρύθηκε μὲ τὴν ἁγία Γέννηση τοῦ Κυρίου ποὺ γιορτάζουμε σήμερα. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι τέτοια βασιλεία, γι᾿ αὐτὸ θὰ εἶναι αἰώνια, γι᾿ αὐτὸ δὲν θὰ χαλάσει ποτέ, ὅπως γίνεται μὲ τὶς ἄλλες ἐπίγειες καὶ ὑλικὲς βασιλεῖες. Ὅπως ὁ βράχος μεγάλωνε κι ἔγινε ὄρος μέγα καὶ σκέπασε τὴ γῆ, ἔτσι καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ξαπλώθηκε σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη, μὲ τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων: « Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν».
Ὥστε βγῆκε ἀληθινὴ ἡ ἀρχαιότερη προφητεία τοῦ Ἰακώβ, πὼς σὰν πάψει ἡ ἐγκόσμια ἐξουσία τῶν Ἰουδαίων, θὰ ἔρθει στὸν κόσμο ἐκεῖνος ποὺ προορίστηκε, «ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν».
Σημείωσε πὼς οἱ Ἑβραῖοι πιστεύανε πὼς ἡ φυλή τους μονάχα ἦταν βλογημένη, καὶ πὼς ὁ Θεὸς φρόντιζε μονάχα γι᾿ αὐτή, καὶ πὼς οἱ ἄλλοι λαοί, «τὰ ἔθνη», ἦταν καταραμένα καὶ μολυσμένα κι ἀνάξια νὰ δεχτοῦν τὴ φώτιση τοῦ Θεοῦ. Λοιπὸν εἶναι παράξενο νὰ μιλᾶ ἡ προφητεία τοῦ Ἰακὼβ γιὰ τὰ ἔθνη, γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες θὰ περιμένουν τὸν Μεσσία νὰ τοὺς σώσει καὶ μάλιστα νὰ μὴ λέει κἂν πὼς τὸν ἀναμενόμενο Σωτῆρα τὸν περιμένανε οἱ Ἰουδαῖοι μαζὶ μὲ τὰ ἔθνη, ἀλλὰ νὰ λέει πὼς τὸν περιμένανε μονάχα οἱ ἐθνικοί: «καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν». Ὅπως κι ἔγινε. Γιατί, τὴ βασιλεία ποὺ ἵδρυσε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, τὴ θεμελίωσαν μὲν οἱ ἀπόστολοι, ποὺ ἦταν Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ τὴν ξαπλώσανε καὶ τὴν στερεώσανε μὲ τοὺς ἀγῶνες τους καὶ μὲ τὸ αἷμα τοὺς οἱ ἄλλες φυλές, «τὰ ἔθνη».
Εἶναι ὁλότελα ἀκατανόητο, γιὰ τὸ πνεῦμα μας, τὸ ὅτι κατέβηκε ὁ Θεὸς ἀνάμεσά μας σὰν ἄνθρωπος συνηθισμένος καὶ μάλιστα σὰν ὁ φτωχότερος ἀπὸ τοὺς φτωχούς. Αὐτὴ τὴ μακροθυμία μονάχα ἅγιες ψυχὲς εἶναι σὲ θέση νὰ τὴ νιώσουνε ἀληθινά, καὶ νὰ κλάψουνε ἀπὸ κατάνυξη.
Κάποιοι, μ᾿ ὅλα αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, δὲν θὰ νιώσουμε τίποτα ἀπὸ τὸ Μυστήριο, ποὺ γιορτάζουμε. Σ᾿ αὐτούς, ἐγὼ ὁ τιποτένιος, δὲ μπορῶ νὰ πῶ τίποτα. Μοναχὰ θὰ τοὺς θυμίσω τὰ αὐστηρὰ λόγια ποὺ γράφει στὴν ἐπιστολή του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, κι᾿ ὁ θερμότατος κήρυκας τῆς ἀγάπης: «Πᾶν πνεῦμα, ὃ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι. Καὶ πᾶν πνεῦμα, ὃ μὴ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστίν. Οὗτος ἐστὶν ἀντίχριστος».

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 22, 2010

H νίκη του Ιησού


Του Μόσχου Εμμανουήλ Λαγκουβάρδου

"Θαρσείτε εγώ νενίκηκα τον κόσμον"

Τα λόγια του Ιησού ότι νίκησε τον κόσμο φαίνονται ακατανόητα. Πώς νίκησε ο Ιησούς τον κόσμο του κακού,ενώ το κακό επικρατεί παντού;Προχθές κοίταζα την αψίδα θριάμβου του Γαλερίου στη Θεσσαλονίκη. Τί έμεινε από τον Γαλέριο, από την ημέρα του θριάμβου του, από το πλήθος που τον επευφημούσε, από τις λαμπερές ενδυμασίες, τους στολισμούς, τα τραπέζια, τους λόγους, τις πρωτοκαθεδρίες, από όλη την παράσταση χάριν της πρόσκαιρης δόξας, που δεν διαφέρει από μια παράσταση στο τσίρκο.Την ίδια εκείνη μέρα που ο Γαλέριος χαιρόταν τον θρίαμβό του οι ηττημένοι θρηνούσαν τα θύματά τους.

Η νίκη του Ιησού δεν έχει καμία σχέση με τη νίκη και το θρίαμβο του Γαλερίου. Το είδος αυτό της νίκης δεν το ήθελε ο Ιησούς. Είπε κάποτε, μήπως δεν θα μπορούσα να εξαφανίσω το κακό καλώντας λεγεώνες αγγέλων, για να το απαλείψουν από τον κόσμο; Αλλά δεν ήθελε τη νίκη που δημιουργεί θύματα.

Είναι ανάγκη στη θέση του αδυνάτου που βρισκόμαστε σήμερα, που η εξουσία ασκεί απροκάλυπτα τη βία της εναντίον του λαού, να κατανοήσουμε το νόημα της νίκης του Ιησού, για να μην μας κυριεύσει η μαύρη απελπισία.

Αν δεν εμβαθύνουμε στη νίκη του Ιησού ,δεν θα κατανοήσουμε το νόημά της . Πώς νίκησε αφού Τον σταύρωσαν; Και φυσικά ο καθένας απεύχεται μια τέτοια νίκη για τον εαυτό του. Και δεν θα καταλάβουμε το νόημα της νίκης του Ιησού, αν δεν Τον ακολουθούμε. Αν δεν είναι για μας η μοναδική οδός και η αλήθεια και η ζωή, όπως είπε.

Αν έχουμε τον Ιησού πρότυπό μας δεν θα προσκρούσουμε σε κανένα εμπόδιο. Στα πρότυπα του κόσμου τα οποία ακολουθούμε διαπιστώνουμε ότι πίσω από κάθε "ναι" υπάρχει ένα "όχι" και μετά από κάθε εμπόδιο που γκρεμίζουμε υπάρχει ένα άλλο. Είναι η ίδια η επιθυμία μας που δημιουργεί τα εμπόδια. Επειδή αυτό που επιθυμούμε προκαλεί την εξέγερση των άλλων που επίσης το επιθυμούν.

Στο δρόμο του Ιησού δεν θα συναντήσουμε κανένα εμπόδιο. Οι επιθυμίες μας δεν δημιουργούν εμπόδια. Ο μοναχός πρέπει να έχει το ράσο του τόσο παλιό και τριμμένο, ώστε αν το αφήσει στο φράχτη να μην θελήσει κανείς να το πάρει. Ή όταν διαλέγεις την τελευταία θέση, ποιος θα ρθει να την διεκδικήσει από σένα. Ή όταν κάθεσαι χαμηλά, από που κινδυνεύεις να πέσεις; Όταν είσαι θεληματικά φτωχός ποιος θα σε ανταγωνιστεί στη φτώχεια σου; Αυτό σημαίνουν τα λόγια του Ιησού, ότι ο ζυγός Του είναι γλυκός και το φορτίον του ελαφρύ σ΄ αυτούς που θέλουν να ακολουθήσουν το δρόμο Του.

Ως προς τους άλλους που ακολουθούν τις μιμητικές τους επιθυμίες, (λέγονται μιμητικές, γιατί επιθυμούν εκείνα που επιθυμούν και οι άλλοι) γι΄ αυτούς ο δρόμος, αν και φαίνεται ανοιχτός και ευρύχωρος είναι γεμάτος εμπόδια."Τα θύματα της μιμητικής επιθυμίας κτυπούν όλες τις πόρτες που είναι ερμητικά κλειστές, ψάχνουν μονάχα εκεί όπου δεν υπάρχει τίποτε να βρουν.

Το να ακολουθεί κανείς το Χριστό σημαίνει ότι εγκαταλείπει την μιμητική επιθυμία. Η οδός της βασιλείας του Θεού φαινομενικώς άγονη, στην πραγματικότητα είναι η μόνη γόνιμη και η μόνη όντως εύκολη, γιατί οι φραγμοί που μας αναμένουν δεν είναι τίποτε συγκρινόμενοι με τα εμπόδια που ορθώνει η μιμητική επιθυμία.
"Αιτείτε και δοθήσεται υμίν, ζητείτε και ευρήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν. πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται."
(Ζητάτε και θα σας δοθή, ερευνάτε και θα βρήτε, κτυπάτε και θα σας ανοιχθή η πόρτα. Διότι καθένας που ζητά, λαμβάνει και καθένας που ερευνά βρίσκει, και εις εκείνον που κτυπά, θα του ανοιχθή η πόρτα." (Ματθ.ζ΄ , 7-8).

Η γέννηση του Ιησού αυτή η ίδια είναι νίκη σε έναν από την αρχή εχθρικά διακείμενο κόσμο. Είναι διπλή νίκη γιατί ο Θεός έγινε άνθρωπος και γιατί έδωσε στον άνθρωπο τη δυνατότητα να ενωθεί μαζί Του και να γίνει Θεός.

Εμείς τί να κάνουμε τώρα; Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να Τον ακολουθήσουμε


πηγή

Με την κοφτερή γλώσσα του Ευαγγελίου

Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ

«Σήμερον, ο χρόνιος ελύθη δεσμός (…). Χορευέτω τοίνυν πάσα η κτίσις καί σκιρτάτω• ανακαλέσαι γαρ αυτήν, παραγέγονε Χριστός, και σώσαι τας ψυχάς ημών».
(Στίχοι από την Υμνογραφία των Χριστουγέννων)

Πάλι γιορτές!... Κι άλλα Χριστούγεννα!... Ανακύκλωση ετών, αιτίων, ηλικιών, μικροαισθημάτων, πολλών μικρών ανθρώπων. Πάλι ο κόσμος τριγύρω μας επιδίδεται σε ψώνια, ή μάλλον, τα «ψώνια» αυτοεπιβεβαιώνουν έτσι την αυτάρκεια της ύπαρξής τους. Άφωτα ή παράφωτα φώτα αποκαλύπτουν ήδη επιτυχώς την εσώτατή μας άβυσσο. Το χρήμα –τι κρίμα- ρέει άφθονο (;) σε λάθος διεξόδους, ενώ οι πλείστοι συμπολίτες βιώνουν μιαν ιδιότυπη μορφή φτώχειας. Η δε αδιαφορία (έως την κακότητα και τον φθόνο) για τον Άλλο, τον Διπλανό, τον Ξένο, αυτόν που κλείνει απέξω η πόρτα μας, υπερπερισσεύει, αλίμονο… Ο χειμώνας είναι συχνότατα θερμότερος απ’ τις καρδιές μας. Χριστούγεννα, πάλι χωρίς... Χριστό. Στην πραγματικότητα ο ξένος, ο ανεπιθύμητος, ο αποδιοπομπαίος είναι ο ίδιος ο Ιησούς. Σχεδόν απεγνωσμένα πασχίζει ν’ αυτοσυστηθεί στον καθένα μας, σαν ο όντως Φίλος καί Δικός μας, ωστόσο η κυριαρχούσα σύγχυση, εξαιτίας της ιδιωτικής και κοινοτικής μας Βαβέλ, εμποδίζει κάθε περίπτωση προσέγγισης ή συνεννόησης…

Για μιαν ακόμη φορά η χριστιανική υφήλιος είναι ανάγκη να συναντηθεί αυτές τις μέρες με τον Νεογέννητο Θεό, εισοδεύοντας στο Μυστήριο «το αποκεκρυμμένον από των αιώνων και των γενεών» (Κολ 1,26). Για μιαν ακόμη φορά, στα πρώτα ήδη σκαλιά της τρίτης χιλιετίας μετά το ιστορικό και ανεπανάληπτο αυτό γεγονός της Ενανθρώπησης, προσπαθούμε (κατά τις δυνάμεις του ο καθένας) ν’ ατενίσουμε τον «επί γης» Θεό, διαπιστώνοντας ξανά, ότι ο κατ’ εξοχήν τιμώμενος της γιορτής αυτής, ο Χριστός δηλαδή, μέσα στον όλο υπερφορτωμένο διάκοσμο των ημερών, έχει εκπέσει σ’ ένα ευτραφές (πλαστικό ή γύψινο) νήπιο μέσα στην ξυλότυπη ή χαρτονένια σπηλιά του, περιστοιχούμενο από κάποια αυτοφωτιζόμενα δήθεν ζωάκια, επίσης φωσφορίζοντα αγγελούδια ή και ταλαίπωρους βοσκούς, κοσμεί (ως ασάλευτη βασιλεία του κιτς) τις πλατείες, τις κακαίσθητες βιτρίνες των μαγαζιών, τα νεοπλουτισμένα σπίτια μας, προπάντων όμως καταγράφεται άκομψα έως και βαναυσότατα στις tabula rasa παιδικές ψυχούλες.

Ένας, επίσης, «φολκλορικός» καί κατά συνέπειαν ανοίκεια οικείος (για την πνευματική μας φυτο-ζωή) Χριστός λανσάρεται από τους κάθε λογής ευσεβοφανείς υπερ-ορθόδοξους: Είτε αποκομμένος από το υπερλογικό Μυστήριο και την επανάσταση της θεανθρώπινης υπόστασης, είτε ενσωματωμένος σε κάθε εύκολη και αβασάνιστη περί των θείων θεώρηση. Έπαψε για τους επίφοβους ηθικορήτορες να «κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών (…) και εις σημείον αντιλεγόμενον» (Λκ 2,34) και ξέπεσε τώρα στον διαρκώς «μειλίχιο κι ευκολόπιστο Χριστό», ο Οποίος βέβαια δίδαξε άπαξ την Αγάπη σε κάποια ειδυλλιακά παραθαλάσσια τοπία της Ιουδαίας καί πάει μετά… τετέλεσται. Για την αθεολόγητη αυτή «θεολογία», η καταγεγραμμένη στην Καινή Διαθήκη διδασκαλία του Ιησού περιορίζεται μόνον στο όντως κορυφαίο μήνυμα της Αγάπης καί της Ειρήνης, χωρίς όμως ουδείς να τολμά να θωπεύσει τα υπαρξιακά προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου, την τραγικότητα των αλλεπάλληλων πνευματικών τραυματισμών από τις πτώσεις, τη δυνατότητα της ανόρθωσης, τη χαρμονή της σωτηρίας, τη μεγαλοσύνη της ελευθερίας της βούλησης ή την εν γένει ψυχική ισορροπία του ανθρώπου στην αναστατική-σταυρική του πάντοτε σχέση με τον συνάνθρωπο και τον Τριαδικό Θεό.

Η ζωή μας (σύμφωνα μάλιστα μ’ ένα σύγχρονο τραγούδι) είναι πια

«Ένα βαρετό σερφάρισμα στο Internet
Αποχαύνωση στον καναπέ
Πράξεις υποκινούμενες μόνο από συμφέρον
Light αισθήματα και δημόσιες σχέσεις
Συχνές επισκέψεις στο super market
Σακούλες γεμάτες με αυταπάτες
Μια χύμα κατάσταση, μια ηλίθια παράσταση
Ένα reality show».

 Πόσο πικρές αλήθειες σε λίγους μόνο στίχους του συρμού!... Ετούτο το παραμορφωτικό φαινόμενο της ιδιωτικής μας ευημερίας έχει –δυστυχώς- λογοκρίνει και κολοβώσει τον αυθεντικό λόγο τού Ευαγγελίου, κρατώντας έξω και μακριά από τις πύλες της ζωής μας τον αληθινό Ιησού της Εκκλησίας. Ο πολιτισμός της εικοσιτετράωρης ευμάρειας έχει, σκόπιμα, αλιεύσει από Εκείνον όλα τ’ «ανώδυνα» στοιχεία της διδασκαλίας Του, απομακρύνοντας ή παραθεωρώντας καθετί, που θα μπορούσε ίσως να θίξει στο ελάχιστο το υπερκαταναλωτικό μας όργιο. Προτείνει, προβάλλοντάς Τον μάλιστα ως υπόδειγμα δημόσιας συμπεριφοράς στην καλοστημένη εμπορικότητα των γιορταστικών ημερών, άλλοτε έναν ρομαντικό και άλλοτε έναν ευσεβιστή Χριστό. Η κοφτερή γλώσσα της Θεολογίας, που σε καμία περίπτωση δεν επιδέχεται περιστασιακές εκπτώσεις ιδεών καί συμβιβασμούς με τον προσωπικό μας ωχαδελφισμό, φονταμενταλισμό ή τον κάθε λογής -ισμό μας, θεωρείται στις μέρες μας ως μεσαιωνικού τύπου (τουλάχιστον) διάλεκτος, πολύ αλλόκοτη και μάλλον ακατάληπτη για τον προωθημένο δικό μας «πολιτισμό»… Πόσοι άραγε από το (κατ’ ευφημισμόν λεγόμενο) «χριστεπώνυμο πλήρωμα» έχουν υπόψη τους, ότι, μαζί με το κήρυγμα της Αγάπης και της κάθε αρετής, ο Ιησούς εισηγήθηκε, ως πράξεις-καταθέσεις Αιωνιότητας, κάποιες ριζοσπαστικές θέσεις, οι οποίες πάντως φωτίζουν και νοηματοδοτούν την εν γένει διδασκαλία Του;

Ιδού, ορισμένα τέτοια δείγματα, που «σπάνε κόκαλα»:

«Εάν κανείς έρχεται σε με και δεν μισεί τον πατέρα του και την μητέρα του και γυναίκα και παιδιά και αδελφούς και αδελφές, ακόμη και τη ζωή του, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου» (Λκ 14,26).

«Νομίζετε ότι ήλθα για να δώσω ειρήνη στη γη; Όχι, σας λέγω, αλλά χωρισμό. Διότι, από τώρα καί στο εξής, θα υπάρχουν σ’ ένα σπίτι πέντε άνθρωποι χωρισμένοι σε μερίδες, τρεις εναντίον δύο και δύο εναντίον τριών» (Λκ 12,51-52).

«Δεν ήλθα να βάλω ειρήνη, αλλά μαχαίρι. Ήλθα να χωρίσω άνθρωπο από τον πατέρα του και θυγατέρα από τη μητέρα της και νύφη από την πεθερά της. Και εχθροί του ανθρώπου θα γίνουν οι δικοί του» (Μτ 10,34).

«Εκείνος που θέλει να γίνει μεγάλος μεταξύ σας, θα είναι υπηρέτης σας, και εκείνος που θέλει να είναι μεταξύ σας πρώτος, θα είναι δούλος όλων» (Μκ 10,43-44).

«Κάνετε για τον εαυτό σας βαλάντια που δεν παλιώνουν, θησαυρό ανεξάντλητο στους ουρανούς, όπου κλέφτης δεν πλησιάζει, ούτε σκόρος καταστρέφει, διότι όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας» (Λκ 12,33-34).

«Προσέχετε τους Γραμματείς, στους οποίους αρέσει να κυκλοφορούν στολισμένοι και αγαπούν τους χαιρετισμούς στις αγορές, τις πρωτοκαθεδρίες στις συναγωγές και τις πρώτες θέσεις στα δείπνα, οι οποίοι κατατρώγουν τα σπίτια των χηρών και για πρόφαση κάνουν μακρές προσευχές» (Λκ 20,46-47).

«Κάθε δέντρο, που δεν κάνει καλό καρπό, το κόβουν σύρριζα και το ρίχνουν στη φωτιά» (Μτ 7,19-2).

«Υποκριτή, βγάλε πρώτα από το δικό σου μάτι το δοκάρι και τότε θα δεις καθαρά, για να βγάλεις την αγκίδα από το μάτι του αδελφού σου» (Μτ 7,5).

«Αλήθεια σας λέγω, ότι οι τελώνες και οι πόρνες πηγαίνουν πριν από σάς στη βασιλεία του Θεού» (Μτ 21,31).

Αυτό το σύντομο, μα ενδεικτικότατο, αγιογραφικό απάνθισμα έρχεται ν’ ανα(σ)τρέψει και να καταλύσει τη σύγχρονη παράνοια, τον κοινωνικό μας εφησυχασμό και, κυρίως, την ψυχική μας μαλθακότητα. Ο αυθεντικός Λόγος τού Ιησού, ως αλογόκριτος εκκλησιαστικός λόγος ευθύτητας και υγείας, αποτελεί το νυστέρι, που ιαματικά θα επέμβει στην διαρκούσα ολοένα ασθένεια της ζωής μας. Κατά συνέπειαν, πλάι στον εορταστικά ντυμένο Χριστούλη των πολυκαταστημάτων, υπάρχει πάντα, επίτηδες παραθεωρημένος απ’ τον κόσμο, ο ριζοσπάστης Ιησούς της σώζουσας Εκκλησίας. Και όταν μιλάμε για Εκκλησία, εννοούμε την έκφραση της Αλήθειας των ορατών και των αοράτων, του Χθες, του Σήμερα και του μέλλοντος αιώνος στο θεανθρώπινο Σώμα της Θείας Ευχαριστίας, απ’ όπου η όλη ανθρωπότητα μεταλαμβάνει Ζωής, τώρα και πάντα, νικώντας και πατάσσοντας τον κάθε λογής θάνατο.

Αν λάβουμε σοβαρά υπόψη μας τις προϋποθέσεις που τέθηκαν με τις παραπάνω απλοϊκές μας σκέψεις, δικαιούμαστε να γιορτάζουμε λοιπόν ως Εκκλησία τη Γέννα του Χριστού, του αληθινού Υιού του Θεού, ο Οποίος ενανθρώπησε, για να οδηγήσει σε κίνδυνο και τελικά να καταργήσει το κράτος του σκότους και της φθοράς.-
 
 
 
από εδώ

Τρίτη, Δεκεμβρίου 21, 2010

Χριστούγεννα με τους ήρωες του Παπαδιαμάντη

(Από το διήγημά του “Η Ντελησυφέρω”)
της Μαρίας Κουτούση-Σύψα, φιλολόγου
Ο Παπαδιαμάντης, βαθιά θρησκευτικός και με πλατιά γνώση της εκκλησιαστικής ζωής, μας άφησε υπέροχα χριστουγεννιάτικα διηγήματα, καθώς βέβαια και Πρωτοχρονιάτικα και Πασχαλινά. Μάλιστα κάποιοι τον επέκριναν, γιατί επέμενε τόσο πολύ σε θρησκευτικού περιεχομένου διηγήματα. Ωστόσο ο ίδιος τους απαντά: “Το επ’ εμοί ενόσω ζώ και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε ίδίως κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν, να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη. Εάν επιλάθωμαί σου Ιερουσαλήμ, επιληθείη η δεξιά μου, κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν μη σού μνησθώ”.
Μέσα σ’ αυτά τα διηγήματα, όπως εξάλλλου σ’ όλο το έργο του Παπαδιαμάντη, συναντάμε ανθρώπους απλούς, ταπεινούς, καλωσυνάτους, βασανισμένους, αλλά και αγωνιστικούς, κάποτε μάλιστα και γραφικούς, που προκαλούν τη θυμηδία στον αναγνώστη με τις παιδιάστικες σχεδόν αδυναμίες τους ή τις προλήψεις και ιδιαιτερότητές τους. Είναι και αυτές, πιστεύει ο Παπαδιαμάντης, δεμένες με τη ζωή και δεν απομακρύνουν τους ανθρώπους από την αληθινή πίστη.
Ο Παπαδιαμάντης τους βλέπει με το μάτι του ανθρώπου που ξέρει να αγαπάη τον άνθρωπο, γνωρίζει τα βάσανά του, μπορεί να διαβάση την ψυχή του. Τους βλέπει με κατανόηση, σχεδόν με τρυφερότητα, αλλά και με το μάτι του τεχνίτη. Ιδιαίτερα τον συγκινούν οι πονεμένες γυναίκες, οι χτυπημένες από τη ζωή και τον θάνατο, οι οποίες όμως δεν παύουν να αγωνίζονται, να παλεύουν γι’ αυτούς που αγαπούν, να διεκδικούν το μερίδιό τους στη ζωή, έστω κι αν κάποτε φαίνονται σκληρές, ίδιόρρυθμες ίσως και γραφικές.
Μια τέτοια γυναίκα – ηρωΐδα του διηγήματος – είναι η θειά Μαριώ η Χρήσταινα – η Ντελησυφέρω. Γυναίκα με αγωνιστικό, σχεδόν αντρικό, φρόνημα βλέπει τη ζωή σαν έναν πόλεμο, τον οποίο πρέπει να κερδίση πάση θυσία. Πολεμάει μέσα και έξω από το σπίτι της, άνδρας και γυναίκα μαζί, μάνα και πατέρας, πάππος και μάμμη, αφού οι τραγικές συγκυρίες της ζωής της την άφησαν πρώτα χήρα να μεγαλώνη τα ορφανά παιδιά της και αργότερα χαροκαμένη μάνα να μεγαλώση μέσα σε αντίξοες συνθήκες τα ορφανά εγγόνια της. Πόλεμος να επιβληθή μέσα στο σπίτι της, πόλεμος για να βρη το δίκιο της στη γειτονιά, στην αγορά, στα δημόσια γραφεία. Πόλεμος ακόμα και στην Εκκλησία… για το στασίδι της, τη θέση της, “τήν αράδα της”. Καμιά άλλη δεν επιτρέπεται να το καταλάβη. Είναι σχεδόν ιδιοκτησία της, την οποία με κάθε τρόπο πρέπει να διαφυλάξη. Εξ ου και το παρεγκώμι “Ντελησυφέρω”, που της κόλλησαν οι άλλες γυναίκες. Ποιά τολμούσε να τα βάλη μαζί της, γνωρίζοντας μάλιστα ότι είναι ικανή να δείρη ακόμη και άνδρες;
Εκείνα τα Χριστούγεννα η καμπάνα που καλούσε τους Χριστιανούς για την Ακολουθία των Χριστουγέννων χτύπησε τόσο νωρίς – βαθιά μεσάνυχτα – που βρήκε τη θεια-Μαριώ, τη Χρήσταινα – τη Ντελησυφέρω – απροετοίμαστη. Αυτή που άλλες φορές, μια ώρα πριν σημάνη η καμπάνα, ήταν στολισμένη και πανέτοιμη, για να φτάση έγκαιρα στο γυναικωνίτη και να καταλάβη το στασίδι της. Βιασύνη και αγωνία την κυρίευσε, φοβούμενη μήπως κάποια από αυτές που μια δυο φορές το χρόνο πάνε στην Εκκλησία, πιο πολύ από συνήθεια ή για να δείξουν τα στολίδια τους χρονιάρες μέρες, προλάβη και καταλάβη τη θέση της. Φουριόζα και ετοιμοπόλεμη ξεκινάει για την ακολουθία της Γέννησης Εκείνου, για τον οποίο οι άγγελοι έψαλαν το “Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη”. Ευτυχώς, το θαύμα έγινε εκείνα τα Χριστούγεννα και επικράτησε ειρήνη και στο διαμέρισμα των γυναικών, εφόσον το όντως καταληφθέν από κάποια νεαρή γυναίκα στασίδι, παραχωρήθηκε άμεσα στη μαχητική θεια-Μαριώ, της οποίας εξάλλου οι άγριες διαθέσεις ήταν ζωγραφισμένες στο βλοσυρό και απειλητικό βλέμμα της. Έτσι, γαλήνεψε η καρδιά της παράξενης μεν και ιδιότροπης, φιλακόλουθης δε και φιλέορτης γυναίκας, την οποία, Κύριος οίδεν, πόσο στήριξε το στασίδι εκείνο της προσευχής στα τρομερά πλήγματα που δέχτηκε στη ζωή της.
Ενώ, λοιπόν, στη χριστουγεννιάτικη Ακολουθία εξελίχθηκαν όλα ομαλά στο γυναικωνίτη, με τη Ντελησυφέρω να έχη καταλάβει αμαχητί το στασίδι της, στη συνέχεια η φιλοπαίγμων ματιά του Παπαδιαμάντη πέφτει πάνω σε δυο παράξενους γέρους, σε μια άλλη γωνιά του Ναού, το γερο-Νταραδήμο και τον καπετάν-Γιώργο, τον Κονόμο. Ο πρώτος ανήκει στην κατηγορία εκείνων των χριστιανών που κατά τη διάρκεια των ιερών ακολουθιών έχουν τη συνήθεια να προφέρουν φωναχτά τις ευχές που αναπέμπει ο ιερέας, και μάλιστα πριν απ’ αυτόν, ή να προλαβαίνουν τους ψάλτες, άλλος από υπέρμετρο ζήλο και άλλος από διάθεση επίδειξης των φωνητικών του ικανοτήτων ή της γνώσης του περιεχομένου των ιερών ακολουθιών. Ο καπετάν-Γιώργος, ο Κονόμος, πάλι ανήκει σ’ αυτούς που ενοχλούνται και αντιδρούν και καμιά φορά δημιουργούν φαιδρές καταστάσεις, μη συνάδουσες με την κατανυκτική ατμόσφαιρα του χώρου.
Ο γερο-Νταραδήμος, λοιπόν, κατά τη συνήθειά του, με δυνατή φωνή προλάβαινε και καθοδηγούσε σαν υποβολέας τον ιερέα και τους ψάλτες, ενώ ο γερο-Κονόμος μη ανεχόμενος αυτή του τη μανία στρεφόταν στους χριστιανούς που βρίσκονταν κοντά του και τον κορόϊδευε λέγοντας: “Τ’ ακούτε χριστιανοί…τ’ ακούτε και δεν ξέραμε να τον παίρναμε αποβραδίς στα σπίτια μας να μας τα πη όλα!…θά γλιτώναμε απ’ τον κόπο να ’ρθουμε στην Εκκλησία”. Όπως ήταν φυσικό, γέλιο πνιχτό ακολούθησε το σχόλιο από τους παρεστώτες χριστιανούς. Ωστόσο ο Νταραδήμος συνέχιζε να ψάλλη μεγαλοφώνως μαζί με τους ψάλτες και ο γερο-Κονόμος να σχολιάζη προκαλώντας ακούσια μειδιάματα στο εκκλησίασμα: “Τον ακούτε, βρέ παιδιά… ανόητοι που πάν και κοπιάζουν για να μάθουν ψαλτικά….δέν τον παίρνουν δάσκαλο να τους μάθη τζάμπα”. Και όταν, πριν ο ιερέας εκφωνήση “Σύ γαρ εί ο Βασιλεύς της ειρήνης…..” άρχισε ο Νταραδήμος να εκφωνή την ευχή, ο γερο-Κονόμος συγκεφαλαίωσε: “Τ’ ακούτε χριστιανοί; δύο λειτουργίες κάνουμε τώρα… πάνε και σκοτίζονται και πληρώνουν, για να γίνουν παπάδες… δεν βάζουν το Νταραδήμο, που είναι ο ίδιος και παπάς και διάκος και ψάλτης”. Απτόητοι οι δύο “αθεόφοβοι” συνεχίζουν ο καθένας το τροπάρι του ακόμα και την ώρα της θείας Κοινωνίας! Όταν και πάλι ο Νταραδήμος προηγήθηκε του ιερέως στο “Μετά φόβου Θεού πίστεως……”, ο γερο-Κονόμος γύρισε λοξά προς το μέρος του, έκανε μισό σταυρό επιλέγοντας: “Κύριε ελέησον!…. προσκυνάτε, χριστιανοί… καταδώ, κατά τον Νταραδήμο γυρίστε!”. Και προχώρησε για να λάβη το αντίδωρο.
Μετά το πέρας της ακολουθίας οι τρεις γραφικοί χριστιανοί, οι δύο γέροντες και η κυρα-Μαριώ, η Χρήσταινα – η Ντελησυφέρω – σκοτάδι ακόμα, κατευθύνονται προς τα σπίτια τους μέσα στο χιόνι και στον παγωμένο βοριά εκείνου του πρωϊνού των Χριστουγέννων. Ωστόσο οι καρδιές τους, οι απλές και ανεπιτήδευτες είναι ζεστές. Ανταλλάσσουν ευχές και ο γερο-Κονόμος, σαν να αισθανοταν κάποιες τύψεις για τα πειράγματά του προς τον αυθόρμητο Νταραδήμο, τον καλεί στο σπίτι του να του προσφέρη σούπα και λουκουμάδες, που είχε ετοιμάσει η γερόντισσά του. Η κυρα-Μαριώ προθυμοποιήθηκε να πάρη μέρος και αυτή στην ομήγυρη φέρνοντας από το σπίτι της τηγανίτες. Κοντά στη γλυκιά θαλπωρή της αναμμένης φωτιάς με την καρδιά ανάλαφρη από το χαρμόσυνο γεγονός της Γέννησης του Χριστού, απολαμβάνοντας τα λαχταριστά εδέσματα και την αρωματική και χαλαρωτική μαστίχα, ο γερο-Κονόμος δεν άντεξε να μην πειράξη – καλοπροαίρετα τώρα – για μια τελευταία φορά τον Νταραδήμο: “Θα μας πής τώρα και κανένε τροπάρι για την καλή χρονιά; Μήν εξέχασαν κανένα οι ψαλτάδες και δεν το είπαν;” Και ο απλούς τη καρδία Νταραδήμος τον αφήνει άναυδο: “Αληθινά απαράτησαν ένα Μεγαλυνάριο, δεν ξέρω πώς τους ήρθε: Και άρχισε να ψάλλη: “Μεγάλυνον ψυχή μου, την αγνήν Παρθένον, την γεννησαμένην Χριστόν τον Βασιλέα”.
Μυστήριον ξένον…..σχολιάζει ο Παπαδιαμάντης κλείνοντας το διήγημά του. Μυστήριον ξένον η γέννηση του Θεανθρώπου, μυστήριον ξένον και η ανθρώπινη ψυχή. Τα βάθη της μόνον Εκείνος που την έπλασε μπορεί να τα γνωρίζη.
http://orthodoxi-pisti.blogspot.com

Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμος: "Η Εκκλησία θα έχει λόγο και θα έχει άποψη θέλετε δεν θέλετε! "


Λάβρος ήταν για ακόμη μια φορά σήμερα στην πρωινή εκπομπή «Καλημέρα» του τηλεοπτικού σταθμού ΑΛΤΕΡ, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως κ. Άνθιμος.
Ο Μητροπολίτης Άνθιμος απαντώντας σε δημοσιογράφο του πάνελ που ανέφερε, ότι η Εκκλησία κάνει έργο 
με χρήματα του Κράτους, τόνισε: «Αυτά που λέτε είναι ψέματα,
η εκκλησία κάνει έργο με τον οβολό και το υστέρημα του πιστού από τα φιλόπτωχα. Πόσες φορές πήγατε στην Εκκλησία και βάλατε χρήματα στο φιλόπτωχο ταμείο, αλλά δεν νομίζω ότι το κάνατε γιατί εάν το είχατε κάνει θα το ξέρατε».

Σε άλλο σημείο της εκπομπής ο δυναμικός Ιεράρχης, υπογράμμισε ότι «οι πολιτικοί και μερικοί δημοσιογράφοι δεν ξέρουν τον παλμό των φτωχών ανθρώπων, εμείς θα είμαστε πάντοτε κοντά στους φτωχούς».

«Θα πουλήσουμε ακόμα και Εκκλησίες, διότι τους χριστιανούς μας δεν θα τους αφήσουμε να φτάσουν στην εξαθλίωση, που κάποιοι άλλοι τους οδήγησαν», πρόσθεσε χαρακτηριστικά ο κ. Άνθιμος.

Εν συνεχεία ο Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως, τόνισε: "Δεν με ενδιαφέρει η άποψή σας, η Εκκλησία θα έχει λόγο και θα έχει άποψη θέλετε δεν θέλετε! Όσο είμαστε εμείς κοντά στο λαό δεν είναι κανένας άλλος, και το λέω αυτό συνειδητά, κανένας απολύτως".

"Δεν κυβερνούμε εμείς τον τόπο, εμείς απλώς κάναμε μια διαπίστωση. Ούτε εμείς οδηγήσαμε τα πράγματα εδώ, αλλά ούτε εμείς υπογράψαμε το Μνημόνιο", πρόσθεσε χαρακτηριστικά ο κ. Άνθιμος.





synodoiporia



Δευτέρα, Δεκεμβρίου 20, 2010

"Εις την χαράν της Θεοτόκου..."

 

Ποίημα Ῥωμανοῦ τοῦ Μελῳδοῦ.
προεόρτιον χριστουγέννων
Ἦχος πλ. β'  Αὐτόμελον  κατ'αλφάβητον
Αἱ Ἀγγελικαί, προπορεύεσθε Δυνάμεις, οἱ ἐν Βηθλεέμ, ἑτοιμάσατε τὴν Φάτνην· ὁ λόγος γὰρ γεννᾶται· ἡ σοφία προέρχεται, δέχου ἀσπασμὸν ἡ Ἐκκλησία, εἰς τὴν χαράν τῆς Θεοτόκου, λαοὶ εἴπωμεν· Εὐλογημένος ὁ ἐλθών, Θεὸς ἡμῶν δόξα σοι. 
 
Ἀνίσχει ὁ Ἀστήρ, Ἰακὼβ ἐν τῷ  Σπηλαίῳ. Δεῦτε καὶ ἡμεῖς, προεόρτια τελοῦντες, συνδράμωμεν τοῖς Μάγοις, τοῖς Ποιμέσι συνέλθωμεν· ἴδωμεν Θεὸν ἐν τοῖς  σπαργάνοις, ἴδωμεν Παρθένον γαλουχοῦσαν, φρικτὸν θέαμα! Ὁ Βασιλεὺς τοῦ, Ἰσραήλ, Χριστὸς παραγίνεται.
 
Βουνοὶ γλυκασμόν, σταλαξάτωσαν· Ἰδοὺ γάρ, ἥκει ὁ Θεός, ἐκ Θαιμὰν Ἔθνη ἡττᾶσθε· Προφῆται Πατριάρχαι σκιρτήσατε· ἄνθρωποι χορεύσατε ἐνθέως, ὁ ἰσχυρὸς καὶ μέγας Ἄρχων, Χριστὸς τίκτεται· ὁ Βασιλεὺς τῶν οὐρανῶν, ἐν γῇ παραγίνεται.
 
Γῆθεν ἀνυψῶν, τοὺς βροτοὺς ὁ Πλάστης ἥκει, τὴν βασιλικήν, καινουργῶν αὖθις εἰκόνα· συγχάρητε τῶν ἄνω, αἱ Δυνάμεις ὑμνήσατε· ἔχθρας τὸ μεσότοιχον ἐλύθη, ἦλθεν ᾧ  ἀπέκειτο· Θεὸς γάρ, βροτὸς γίνεται, ὁ Βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, Χριστὸς παραγίνεται.
 
Δεῦτε οἱ πιστοί, ὑπαντήσωμεν τῷ  ἐκ Κτίστῃ, ἥκοντι εἰς γῆν, Παρθένου ἀνατεῖλαι· ἁγνείᾳ λαμπρυνθῶμεν, ἀρεταῖς ἀπαστράψωμεν, τρόμῳ καὶ χαρᾷ ἑτοιμασθῶμεν, Χριστόν ἰδέσθαι βρεφωθέντα, νοὸς ὄμμασιν, ἡμᾶς θεοῦντα τοὺς βροτούς, ἄκρᾳ ἀγαθότητι.

Ἐγγίζει ὁ Χριστός, Βηθλεὲμ προετοιμάζου· ἤδη τῶν Ἐθνῶν, τὸ σωτήριον αὐγάζει. Εὐτρέπισον τὴν φάτνην, τοὺς Ποιμένας συνάγαγε, κάλεσον τους Μάγους ἐκ Περσίδος, αἱ Στρατιαὶ τῶν Ἀσωμάτων, Νοῶν κράζουσιν· ὁ Βασιλεὺς τῶν οὐρανῶν, Χριστὸς παραγίνεται.

Ζῆλός τε καὶ πῦρ, καταφάγεταί σε ἄφρον, πλάνε ἀληθῶς, καὶ τοῦ νόμου συκοφάντα· ἰδοὺ γὰρ ἡ Παρθένος, Ἡσαΐας ὡς ἔφησεν, ἔσχεν ἐν γαστρὶ καὶ ἐπὶ φάτνης, ἀνακλινεῖ τὸν Βασιλέα· διὸ ἅπαντες, οἱ ἐξ Ἰούδα τῆς φυλῆς, δυνάσται ἐκλείψουσιν. 

Ἡ δημιουργός, νῦν προέρχεται Σοφία, αἱ προφητικαί, διανίσχουσι νεφέλαι, ἡ χάρις αἰθριάζει, ἡ ἀλήθεια ἔλαμψε, παύεται αἰνίγματα σκιώδη, ἡ τῆς Ἐδὲμ ἠνοίγη πύλη, Ἀδὰμ χόρευε, ὁ πλαστουργὸς Θεὸς ἡμῶν, ἑκὼν πεπλαστούργηται.
 
Θεσπίσματα πληρῶν, Προφητῶν καὶ τὰς ὁράσεις, τίκτεται σαρκί, καὶ παχύνεται ὁ Λόγος, καὶ φάτνῃ τῶν ἀλόγων, γεννηθεὶς ἀνακλίνεται. Τοῦτο συγκατάβασις ἡ ἄκρα! τοῦτο ἡ φρικτὴ οἰκονομία! δι' ἣν ψάλλομεν· Ὁ Βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, Χριστὸς παραγίνεται.
 
Ἵνα τῆς φθορᾶς, τὸν ἰὸν ἀποκαθάρῃς, καὶ τὴν ἀρχικήν, ἀναπλάσῃς μοι εἰκόνα, σαρκοῦσαι καὶ θηλάζεις, καὶ σπαργάνοις ὁ νεύματι, πάντα περιάγων ἐνειλίσσῃ, τερατουργὲ ὑμνῶ σε Λόγε, βουλῆς Ἄγγελε, τῆς πατρικῆς, δι' ἧς ἐγώ, ἀπαθανατίζομαι.
 
Κόλπων Πατρικῶν, οὐκ ἐκστὰς βροτὸς ὡράθης, καὶ Παρθενικαῖς, ἐποχούμενος ὠλέναις, τοὺς Μάγους ἐκ Περσίδος, δι' ἀστέρος ἐκάλεσας, ἄνακτα Θεὸν σε προσκυνοῦντας· πνεύματι χειλέων ἀσεβοῦντας, ἐθνῶν ἄρχοντας, ὃς ἀνελεῖς, καὶ ποιμανεῖς, λαὸν περιούσιον.

Λόγος ὁ Πατρί, ὁμοούσιος ὑπάρχων, ἐκ παρθενικῶν, φυραθεὶς ἁγνῶν αἱμάτων, καὶ πλάττεται καὶ αὔξει, χρονικῷ διαστήματι, αὖθίς τε γεννᾶται ἐν Σπηλαίῳ, ἔκπληξις! ἀλλ' Ἄγγελοι κροτοῦσι, βροτοὶ μέλπουσιν· Ὁ Βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, Χριστὸς παραγίνεται.

Μάντεως χρησμοί, Βαλαὰμ ἀποπληροῦνται· οἱ γὰρ Περσικαῖς, τερατείαις κεχηνότες, ἀστέρος ἀσυνήθους, τῇ ἐλλάμψει τὸν ἄδυτον, Ἥλιον Χριστὸν καταυγασθέντες, ἐν Βηθλεὲμ σωματωθέντα, Θεὸν ἄνακτα, καὶ ἐθελούσιον νεκρόν, τοῖς δώροις τεκμαίρονται.   

Νῦν αἱ παλαιαὶ διαλύονται ἐμφάσεις, ἔσχεν ἐν γαστρί· ἡ Παρθένος γὰρ καὶ λίθος, ἐξ ὄρους ἀπετμήθη, καὶ ἡ ῥάβδος ἐβλάστησεν, ἡ τοῦ Ἰεσσαί, καὶ δρόσος ἄρτι, ἡ τοῦ Γεδεὼν ἐν γῇ ἐρρύη, λαοὶ κράξωμεν· Ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, Χριστὸς παραγίνεται.
 
Ξένου τοκετοῦ, ξένα πράγματα ὁρᾶται! πῶς ὁ τῷ Πατρί, ἐν ὑψίστοις συνεδρεύων, ἐν φάτνῃ τῶν ἀλόγων, γεννηθεὶς ἀνακλίνεται; πῶς ὁ ἀναφὴς ἐν τοῖς σπαργάνοις; πῶς ὁ πανταχοῦ ἐν τῷ Σπηλαίῳ; λαοὶ κράξωμεν, ὁ Βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, Χριστὸς παραγίνεται.
 
Ὁ τερατουργῶν, καὶ τὴν Αἴγυπτον μαστίζων, ὕων τε λαῶ, τῷ ἀγνώμονι τὸ Μάννα, σαρκοῦται καὶ θηλάζει, καὶ παιδίον ὁρώμενος, φεύγει τὸν Ἡρῴδην, ὡς ἐπὶ νεφέλης τῇ Παρθένῳ, Μητρὶ ὀχούμενος, ὡς Ἡσαΐας προορᾷ, ὁ θεοπτικώτατος.
 
Παιδίον ὁ προών, Βασιλεὺς ὁ τῶν αἰώνων, τίκτεται ἑκών, καὶ υἱὸς ἡμῖν ἐδόθη· Ἀκούσατε τὰ Ἔθνη, Ἰσραὴλ ἐνωτίσθητι, γνῶτε καὶ ἡττᾶσθε· μεθ' ἡμῶν γάρ, ὃς λεπτυνεῖ καὶ ἐκλικμήσει, ἐκ γῆς ἅπασαν, καὶ βασιλείαν καὶ ἀρχήν, αὐτῷ μὴ ὑπείκουσαν.

Ῥάβδῳ σιδηρᾷ, ποιμανθήσῃ Ἰουδαῖε, οἷα ἀπειθής, καὶ Προφήταις ἀντιπίπτων· Υἱῷ γὰρ γεννηθέντι, ὁ Πατὴρ κλῆρον δίδωσιν, Ἔθνη καὶ κατάσχεσιν γῆς πάσης· σὲ δὲ ἀπωθεῖται μιαιφόνε, βοᾶν οὐ πείθῃ γάρ· Ὁ Βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, Χριστὸς παραγίνεται.

Σκίρτησον Δαυΐδ· ἐξ ὀσφύος σου Χριστὸς γάρ· χαίροις Ἰεσσαί· ἐξανθεῖ γάρ σου ἡ ῥίζα, ἐκ μηροῦ σου Ἰούδα, προελεύσεται Κύριος, κατὰ Βαλαὰμ ἔδεται Ἔθνη· κατὰ τὸν μέγαν Ἡσαΐαν, ἰδοὺ τέξεται, παιδίον τὸν Ἐμμανουήλ, Παρθένος ἡ πάνσεπτος.

Τὸ προορισθέν, τῷ Πατρὶ πρὸ τῶν αἰώνων, καὶ προκηρυχθέν, τοῖς Προφήταις ἐπ' ἐσχάτων. Μυστήριον ἐφάνη, καὶ Θεὸς ἐνηνθρώπησε, σὰρκα προσλαβὼν ἐκ τῆς Παρθένου, κτίζεται ὁ Ἄκτιστος βουλήσει· ὁ Ὢν γίνεται, ὁ Βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, Χριστὸς παραγίνεται.
 
Ὑμνῶ σε Βασιλεῦ, τὸν σπαργάνοις εἱληθέντα· λύεις γὰρ σειράς, τῶν ἐμῶν παραπτωμάτων· καὶ δόξῃ ἀκηράτῳ, καὶ ἀφθάρτῳ τιμήσας με, ὅλον τῷ Πατρὶ προσῳκειώσω, δημιουργῶν καὶ ἀναπλάττων· διὸ κράζομεν· Ὁ Βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, Χριστὸς παραγίνεται.
 
Φῶς τὸ ἐκ φωτός, προϊὸν καὶ ἐκ Παρθένου, λάμψαν τοῖς ἐν γῇ, δι' Ἀστέρος κατιδόντες, οἱ Ἀστρολόγοι Μάγοι, Περσικὸν ἀπετίθεντο, σκότος καὶ ἀστρῷαν πᾶσαν πλάνην, καὶ ἐν χαρᾷ τῷ γεννηθέντι, Θεῷ ἔψαλλον· Εὐλογημένος ὁ τεχθείς, Θεὸς ἡμῶν δόξα σοι.
 
Χλόην ἐμμανῶς, τῶν Νηπίων ἐκθερίζει, ὑπὸ τῶν σοφῶν, ἐμπαιχθεὶς Ἡρῴδης Μάγων· καὶ χεῖρα μιαιφόνον, κατὰ σοῦ αἴρειν ᾤετο· ἀλλ' ἐπιδημεῖς τοῖς Αἰγυπτίοις, σκότος τὸ βαθύτατον διώκων, μεθ' ὧν ψάλλομεν· Εὐλογημένος ὁ τεχθείς, Θεὸς ἡμῶν δόξα σοι.

Ψάλλων ὁ καινός, Ἰσραὴλ τὸ καινὸν ᾄσμα, ᾄδων, τὴν ᾠδήν, τὴν οὐράνιον ἐκείνην, εὐφράνθητι καὶ τέρπου, καὶ ἀγάλλου καὶ χόρευε· ἄγε δὴ φαιδρῶς τὰς Ἑορτάς σου, ὁ ἐκ Θαιμὰν Θεὸς σαρκὶ ἐφάνη, αὐτὸς μέλλει δέ, ἐν Ἰορδάνου ταῖς ῥοαῖς, ὡς ἄνθρωπος λούσεσθαι.

Ὤφθης ἐπὶ γῆς, καὶ βροτοῖς συνανεστράφης, Καίσαρος θεσμοῖς, σὺν τοῖς δούλοις ἐπεγράφης· ἐπλάσθης, οὐκ ἐτράπης, ἀναλλοίωτος ἔμεινας, ὅλος ὢν Θεός, κἂν ἐσαρκώθης· Δόξα τῇ σοὶ οἰκονομίᾳ, τιμὴ αἴνεσις, μεγαλοπρέπεια καὶ νῦν, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν. 

[  
Ὢ τῶν ὑπὲρ νοῦν, καὶ ἀρρήτων μυστηρίων! τίκτεται Θεός, ἐπὶ γῆς δι' εὐσπλαγχνίαν, τὴν δουλικὴν εἰκόνα, ἑαυτῷ περιθέμενος, ὅπως τῆς δουλείας ἀφαρπάσῃ, τῆς τοῦ ἀλλοτρίου τοὺς βοῶντας, πόθῳ ζέοντι· Εὐλογημένος εἶ Σωτήρ, ὁ μόνος Φιλάνθρωπος.
 
Δεῦρο Ἰσραήλ, βαρυκάρδιε ἀπόθου, τὸ ἐν τῇ ψυχῇ, ἐπικείμενόν σοι νέφος, ἐπίγνωθι τὸν Πλάστην, ἐν Σπηλαίῳ τικτόμενον, οὗτος τῶν Ἐθνῶν ἡ προσδοκία, οὗτος καθελεῖ τὰς ἑορτάς σου, βοᾶν· οὐ πείθῃ γάρ, ὁ Βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, Χριστὸς παραγίνεται.
 
Ἥλιε Υἱέ, πῶς σε κρύψω τοῖς σπαργάνοις; πῶς σε γαλουχῶ, πάσης φύσεως τροφέα; πῶς σε χερσὶ κατέχω, τὸν κρατοῦντα τὰ σύμπαντα; πῶς σοι ἀδεῶς ἐνατενίζω, ᾧ οὐ τολμᾷ ἐνατενίζειν, τὰ πολυόμματα; ἡ Ἀπειρόγαμος Χριστόν, κρατοῦσα ἐφθέγγετο.
 
ᾌσμασι καινοῖς, ἀλαλάξατε Ποιμένες, λόγους μαγικούς, ἀπορρίψατε οἱ Μάγοι, σταλάξατε τὰ ὄρη, καὶ βουνοὶ ἀγαλλίασιν, δεῦτε θυγατέρες Βασιλέων, εἰς τὴν χαράν τῆς Θεοτόκου, λαοὶ εἴπωμεν· Εὐλογημένος ὁ τεχθείς, Θεὸς ἡμῶν δόξα σοι.

Δεῦρο Βηθλεέμ, ἑτοιμάζου τὰ τοῦ τόκου, ἴθι Ἰωσήφ, ἀπογράφου σὺν Μαρίᾳ, σεπτοτάτη ἡ φάτνη! θεοφόρα τὰ σπάργανα! ἔνθα ἡ ζωὴ ἐνειληθεῖσα, σειρὰς θανάτου διαρρήξει, ἐπισφίγγουσα, πρὸς ἀφθαρσίαν τοὺς βροτούς, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν.

Ὢ μακαριστή, τῆς θεόπαιδος κοιλία, ἥτις νοητῶς, οὐρανοῦ μείζων ἐδείχθη! ὃν οὐ χωρεῖ γὰρ οὗτος, σὺ κατέχεις βαστάζουσα. Ὢ μακαριστοὶ μαστοὶ Παρθένου, οὕσπερ θηλάσειεν ὁ τρέφων, πνοὴν ἅπασαν, Χριστὸς ὁ μήτρᾳ σάρξ παγείς, ἀνάνδρου Νεάνιδος.]


2030 μΧ

Ένας ιερέας κατεβαίνει τα σκαλιά μιας υπόγειας κρύπτης. Δεν φοράει σταυρό και ράσα καθώς στην Ελλάδα έχει απαγορευτεί να δείχνεις φανερά το οποιοδήποτε θρησκευτικό σύμβολο. Το σκεπτικό του νόμου ήταν ότι σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία που συνυπάρχουν πολλές θρησκευτικές ομάδες κανένας δεν πρέπει να δείχνει θρησκευτικά σύμβολα δημοσίως για να μην προσβάλει τον συνάνθρωπο του. Ο Ιερέας βγάζει με τρεμάμενο χέρι μια Αγία Γραφή. Είναι παλιά και κιτρινισμένη από την πάροδο του χρόνου. Πολλές σελίδες της είναι σε κακή κατάσταση και δύσκολα διαβάζονται. Έχει απαγορευτεί η κυκλοφορία της Αγίας Γραφής και οι παραβάτες διώκονται αυστηρά και ο λόγος της απαγόρευσης της ήταν ότι κρίθηκε ως προπαγανδιστικό κείμενο που σκοπό είχε να διαφθείρει την Ελληνική κοινωνία και να την τάξει εναντίον της παγκόσμιας ειρήνης που πρέσβευε η νέα εποχή. Κυκλοφορούσαν βέβαια ακόμα κάποια "αντίτυπα" αλλά ήταν παραλλαγμένα και είχε αφαιρεθεί από μέσα ότι θεωρήθηκε προσβλητικό για την νέα εποχή και την νέα παν-θρησκεία.

Ο Ιερέας ετοιμάζει την κολυμβήθρα. Είναι να βαφτίσει έναν άνθρωπο εκείνη την ημέρα Χριστιανό. Όμως η κολυμβήθρα δεν είναι όπως την ξέρουμε. Είναι ουσιαστικά μια μεγάλη μεταλλική μπανιέρα και ο λόγος είναι ότι αυτός που θα βαφτιστεί δεν είναι νήπιο αλλά ενήλικας. Έχει καταργηθεί ο νηπιοβαφτισμός προ πολλού. Υπήρχε μεγάλη πολεμική στο ζήτημα αυτό και είχαν γίνει πολλά επεισόδια. Το κύριο επιχείρημα εναντίον του νηπιοβαφτισμού ήταν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Δεν ήταν σωστό κατά την νέα-τάξη ο άνθρωπος να βαφτίζεται με το ζόρι όταν είναι νήπιο. Μετά την ενηλικίωση του ας αποφασίσει τι θέλει να κάνει. Έτσι από το 2020 οι Έλληνες δεν μπορούσαν πλέον να βαφτίσουν τα παιδιά τους. Έπρεπε να περιμένουν να αποφασίσει το ίδιο το παιδί.

Ωστόσο πολύ λίγοι Έλληνες πλέον αποφάσιζαν να βαφτιστούν έστω και ενήλικες. Ο λόγος απλός: Τα παιδιά φεύγαν από την οικογένεια νωρίς και πλέον δεν ήταν δυνατό οι γονείς να διδάξουν στα παιδιά τους τις αρχές και την πίστη. Και οι δυο γονείς δουλεύανε νυχθημερόν με αποτέλεσμα τα παιδιά να πηγαίνουν από πολύ μικρή ηλικία σε ολοήμερα σχολεία στα οποία σχολεία τους γινόταν η ανατροφή που ήθελε η νέα εποχή. Το μάθημα των θρησκευτικών είχε πλέον καταργηθεί σαν μάθημα που δίχαζε τους μαθητές και οι εικόνες είχαν αφαιρεθεί από τις σχολικές αίθουσες. Η πρωινή προσευχή είχε αντικατασταθεί με ένα τραγουδάκι που αποτελούσε τον σχολικό ύμνο της νέας εποχής: “όλοι οι άνθρωποι ένα χρώμα μια φυλή μια θρησκεία μια γλώσσα...”.Η ιστορία πλέον είχε αλλάξει και διδασκόντουσαν μόνο κεφάλαια που δεν δημιουργούσαν εθνικές η θρησκευτικές αντιπαραθέσεις. Σε αυτό το κλήμα ο νέος ήταν αδύνατο να μάθει για τον Χριστό...

Ο Ιερέας σχεδόν δακρυσμένος ξεκινάει το μυστήριο. Θυμάται ακόμα τους παλαιούς τρόπους ο γέρο-Ιερέας και κάθε φορά που καλείται να τελέσει κάποιο μυστήριο στους λίγους εναπομείναντες Χριστιανούς η μνήμη του ανασύρει γεγονότα παλαιότερων εποχών. Θυμάται όταν ο τόπος ήταν Ορθόδοξος και οι Έλληνες τελούσαν περήφανοι τα μυστήρια στις Εκκλησίες. Τώρα οι Εκκλησίες έχουν καταργηθεί. Κατασπαταλούσαν το δημόσιο χρήμα είπαν και τις κλείσανε. Οι δημοσιογράφοι φωνάζανε στα κανάλια ότι οι παπάδες έχουν κλέψει πολλά και πρέπει να πληρώσουν. Έτσι όχι μόνο η νέα εποχή έκλεισε τις δημόσιες Εκκλησίες αλλά φορολογούσε υπέρογκα και όποιον επιχειρούσε να ανοίξει μια ιδιωτική. Με την έλλειψη μεγάλου αριθμού πιστών κανείς ιερέας πλέον δεν μπορούσε να καλύψει το έξοδο και έτσι οι εναπομείναντες ιερείς αναγκαζόντουσαν και τελούσαν τα μυστήρια σε σπίτια.

Άλλωστε τα περισσότερα μυστήρια είχαν πλέον απαγορευτεί να τελούνται δημοσίως υπό το πρόσχημα της θρησκευτικής ελευθερίας: Ο αγιασμός των υδάτων δεν τελούταν πλέον γιατί στις θάλασσες υπήρχαν και νεκροί που δεν ήταν Χριστιανοί και προφανώς δεν θα θέλανε να αγιαστούν. Στις λειτουργίες πλέον απαγορεύτηκε να μνημονεύεται ο Στρατός γιατί δεν ήταν όλοι οι φαντάροι Χριστιανοί. Πλέον στην ορκωμοσία της βουλής δεν υπήρχε ιερέας αφού οι βουλευτές δεν ήταν όλοι Χριστιανοί και απαγορεύτηκε το μνημόσυνο των νεκρών με το επιχείρημα ότι δεν μπορεί να μας βεβαιώσει κάποιος που έχει πεθάνει αν ήταν Χριστιανός μέχρι το τέλος της ζωής του η όχι οπότε στην περίπτωση που λίγο πριν πεθάνει άλλαξε γνώμη και έγινε παγανιστής είναι σπίλωση της μνήμης του να του κάνει μνημόσυνο ο παπάς.

Πόσο είχε αλλάξει ο κόσμος! Ο γέρο-Ιερέας έχει τελειώσει το μυστήριο. Δεν μπορούν βέβαια να του δώσουν κάτι ως αντάλλαγμα οι λιγοστοί πιστοί που βρίσκονται εκεί καθώς πλέον το χρήμα έχει καταργηθεί και την θέση του έχει πάρει ένα τσιπάκι στο χέρι η στο μέτωπο. Με αυτό μόνο μπορείς να κάνεις συναλλαγές και όσοι λιγοστοί δεν το έχουν πάρει περνάνε δύσκολα. Μόνο ευχαριστώ μπορούν να του πουν και να του φιλήσουν το χέρι. Και ο γέρο Ιερέας τους δίνει την ευχή του: “Δύναμη παιδιά μου. Σύντομα, πολύ σύντομα θα είμαστε κοντά στον κύριο. Δεν έχει πολύ ακόμα ο κόσμος αυτός και εμείς δεν είμαστε του κόσμου τούτου. Πάμε αλλού, σε έναν κόσμο που θα είμαστε μαζί με τον γλυκό Ιησού...”

Ίσως το κείμενο φανεί υπερβολικό σε κάποιον αλλά αν αποκωδικοποιήσουμε το τι επιτέλους ζητάνε οι πολέμιοι της Ορθοδοξίας θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι όλα αυτά είναι η απώτερη επιδίωξη τους. Όμως μπορούν να γίνουν ΑΝ τους αφήσουμε οι Χριστιανοί να συνεχίσουν το έργο τους. Και λέω ΑΝ γιατί ΔΕΝ θα τους αφήσουμε με την βοήθεια του Θεού. Έτσι λοιπόν η απάντηση μας στο εν λόγο περιστατικό και στα όσα Αντίχριστα δρομολογούνται στην Ελλάδα είναι μία:

Δεν θα σας περάσει. Η Ελλάδα είναι Ορθόδοξη και έτσι θα παραμείνει. Αμήν+


Το διάβασα εδώ
Θα το δείτε και εδώ & εδώ 
εγώ από εδώ