ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Κυριακή, Μαΐου 09, 2010

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ

του Αρχιμανδρίτη Χρίστου Κυριαζόπουλου-Ph. D. Βυζαντινῆς Ἱστορίας
M. Sc. Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλολογίας
πρ. Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων
Ἀνατολικῆς Θεσσαλονίκης

Πρίν κἄν ἀρ­χί­σου­με νά συ­νει­δη­το­ποι­οῦ­με τί ση­μαί­νει γιά τόν κα­θέ­να μας καί γιά τήν πα­τρί­δα μας ἡ οἰ­κο­νο­μι­κή κρί­ση στήν ὁ­ποί­α ἀρ­χί­ζου­με νά δι­ο­λι­σθαί­νου­με καί ποι­ές οἱ πι­θα­νές μελ­λον­τι­κές πα­ρε­νέρ­γει­ές της στίς ποι­κί­λες πτυ­χές τοῦ ἐ­θνι­κοῦ ἀλ­λά καί τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ μας βί­ου, βρε­θή­κα­με αἴφ­νης ἐ­νώ­πιον ἑ­νός ἄλ­λου μεί­ζο­νος προ­βλή­μα­τος. Κά­ποι­ες φω­νές, μέ­σα ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ζη­τοῦν ἐ­πι­μό­νως καί ἐ­πει­γόν­τως τή με­τά­φρα­ση τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν κει­μέ­νων. Πι­στεύ­ουν μᾶλ­λον πώς, ἄν αὐ­τό συμ­βεῖ, θά γε­μί­σουν οἱ να­οί ἀ­πό κό­σμο, καί ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­πό νέ­ους ἀν­θρώ­πους. Σέ ὧ­ρες πού ἡ ἐ­θνι­κή σύμ­πνοι­α εἶ­ναι ἀ­ναγ­καί­α ὅ­σο πο­τέ, ἀ­νοί­γουν ἕ­να ἐ­σω­τε­ρι­κό μέ­τω­πο ἐν­τά­σε­ων καί συγ­κρού­σε­ων. Μή­πως ἄ­ρα­γε προ­τί­θεν­ται νά θέ­σουν ὁ­σο­νού­πω ἐ­πί τά­πη­τος καί ἄλ­λα θέ­μα­τα ἐ­νώ­πιον τῶν ὁ­ποί­ων τά ζη­τή­μα­τα τά σχε­τι­κά μέ τή γλώσ­σα θά ὠ­χριοῦν; Γιά τό θέ­μα τῶν με­τα­φρά­σε­ων θά ἐκ­θέ­σου­με τα­πει­νά ἐ­λά­χι­στες σκέ­ψεις.......
Εἶ­ναι εὔ­λο­γο τέ­τοι­ες προ­τά­σεις, ὅ­ταν μά­λι­στα ἐν­τέ­χνως συ­νο­δεύ­ον­ται ἀ­πό φλύ­α­ρα καί ὑ­περ­φί­α­λα φρα­στι­κά κα­ρυ­κεύ­μα­τα καί ὕ­βρεις σέ βά­ρος ἐ­κεί­νων πού τολ­μοῦν να δι­α­φω­νή­σουν μα­ζί τους, - ἀ­πό ποῦ ἄ­ρα­γε οἱ ἄν­θρω­ποι αὐ­τοί ἀν­τλοῦν ὅ­λη αὐ­τή τήν ὑ­πε­ρο­ψί­α; - νά βρί­σκουν ἀ­πή­χη­ση σέ πολ­λούς κα­λο­προ­αί­ρε­τους πι­στούς. Ποι­ός δέν θά ἤ­θε­λε νά κα­τα­νο­εῖ ὅ­λα ὅ­σα ἀ­κού­ει στήν ἐκ­κλη­σί­α! Ὅ­μως εἶ­ναι τοῖς πᾶ­σι γνω­στό ὅ­τι ἡ με­τά­φρα­ση δέν ὁ­δη­γεῖ αὐ­το­μά­τως στήν κα­τα­νό­η­ση κα­νε­νός κει­μέ­νου, πολ­λῷ μᾶλ­λον κει­μέ­νων λει­τουρ­γι­κῶν, μέ βα­θύ­τη­τα θε­ο­λο­γι­κή καί λε­πτές δογ­μα­τι­κές δι­α­τυ­πώ­σεις. Οἱ πα­λαι­ό­τε­ροι θά θυ­μοῦν­ται τις πο­λύ­ω­ρες ἀ­να­λύ­σεις τῶν λο­γο­τε­χνι­κῶν κει­μέ­νων στο σχο­λεῖ­ο καί οἱ νε­ώ­τε­ροι γνω­ρί­ζουν ὅ­τι στό μά­θη­μα τῆς λο­γο­τε­χνί­ας γυ­μνα­σί­ου καί λυ­κεί­ου οἱ πε­ρισ­σό­τε­ρες ἐ­ρω­τή­σεις τῶν ἐ­ξε­τά­σε­ων, προ­φο­ρι­κῶν καί γρα­πτῶν, ἐ­λέγ­χουν τήν κα­τα­νό­η­ση τῶν κει­μέ­νων. Κει­μέ­νων, φυ­σι­κά, γραμ­μέ­νων στή δη­μο­τι­κή γλώσ­σα. Οἱ φι­λό­λο­γοι μπο­ροῦν νά μᾶς βε­βαι­ώ­σουν πό­σο δυ­σκο­λεύ­ον­ται σή­με­ρα οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι μα­θη­τές τῆς Γ΄ Λυ­κεί­ου στήν κα­τα­νό­η­ση ἑ­νός κά­πως δύ­σκο­λου δο­κι­μί­ου, κι ἄς εἶ­ναι γραμ­μέ­νο σέ ἁ­πλού­στα­τη δη­μο­τι­κή. Ἡ ἑρ­μη­νεί­α και ἡ κα­τα­νό­η­ση τῶν ἁ­γι­ο­γρα­φι­κῶν καί λει­τουρ­γι­κῶν κει­μέ­νων εἶ­ναι, κα­τά μεί­ζο­να λό­γο, πάν­το­τε ἀ­ναγ­καί­α. Σ’ αὐ­τήν στο­χεύ­ουν τά ἑρ­μη­νευ­τι­κά βι­βλί­α πού, δό­ξα τῷ Θε­ῷ, ὑ­πάρ­χουν ἐν ἀ­φθο­νί­ᾳ καί ὁ­λο­έ­να κυ­κλο­φο­ροῦν και­νούρ­για. Ἀρ­κεῖ νά τά με­λε­τοῦ­με. Σ’ αὐ­τήν ἀ­πο­βλέ­πει καί τό κή­ρυγ­μα καί ὁ ἐν γέ­νει ποι­κι­λό­τρο­πος δι­δα­κτι­κός λό­γος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Τά Εὐ­αγ­γέ­λια εἶ­ναι γραμ­μέ­να σέ πο­λύ ἁ­πλά ἀρ­χαῖ­α ἑλ­λη­νι­κά. Ὅ­ταν στη θεί­α λει­τουρ­γί­α δι­α­βά­ζον­ται χω­ρίς κα­νέ­να λά­θος καί εὐ­κρι­νῶς, πι­στεύ­ου­με πώς εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως κα­τα­νο­η­τά ἀ­πό ὅ­λους. Ἡ ἑλ­λη­νι­στι­κή κοι­νή, τῆς ὁ­ποί­ας, ὡς γνω­στόν, ἡ Και­νή Δι­α­θή­κη ἀ­πο­τε­λεῖ τήν ἁ­πλού­στε­ρη μορ­φή, ἀ­γα­πή­θη­κε καί μι­λή­θη­κε μέ­σα σέ λι­γό­τε­ρα ἀ­πό σα­ράν­τα χρό­νια ἀ­πό τόν θά­να­το τοῦ Μ. Ἀ­λε­ξάν­δρου - ἔρ­γο βέ­βαι­α τῆς Θεί­ας Προ­νοί­ας - ἀ­πό μύ­ριους ἀλ­λό­γλωσ­σους λα­ούς τῆς Ἀ­να­το­λῆς καί τῆς Με­σο­γεί­ου ὡς κα­θη­με­ρι­νή τους γλώσ­σα. Ὡ­ρι­σμέ­νοι φρο­νοῦν πώς οἱ Νε­ο­έλ­λη­νες οὔ­τε τήν ἀ­γα­ποῦ­με οὔ­τε εἶ­ναι γλώσ­σα μας. Κά­νουν τρα­γι­κό λά­θος!
Στήν ἴ­δια ἁ­πλή, σχε­τι­κά, γλώσ­σα εἶ­ναι δι­α­τυ­πω­μέ­να τά εἰ­ρη­νι­κά, οἱ συ­να­πτές, ἡ ἐ­κτε­νής, τά πλη­ρω­τι­κά. Ἡ ἐ­πα­νά­λη­ψη τά κα­θι­στᾶ πιό προ­σι­τά. Οἱ εὐ­χές, πλου­σι­ώ­τα­τες σέ νο­ή­μα­τα, θά ἄ­ξι­ζε νά ἀ­να­λύ­ον­ται ἀ­πό τούς ἁρ­μο­δί­ους. Ἡ ὑ­πο­βο­λή καί ἡ ποι­η­τι­κή χροι­ά εἶ­ναι σ’­αὐ­τές ἰ­δι­αί­τε­ρα ἔν­το­νη, γε­γο­νός πού δυ­σκο­λεύ­ει τή με­τά­φρα­σή τους.
Τά ἀ­πο­στο­λι­κά ἀ­να­γνώ­σμα­τα εἶ­ναι ἐ­πί­σης εὐ­κο­λο­νό­η­τα κεί­με­να τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης. Ἀ­παγ­γέλ­λον­ται βέ­βαι­α ἐμ­με­λῶς, ἴ­σως κά­πως πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τά Εὐ­αγ­γέ­λια, ἀλ­λά δέν παύ­ουν νά εἶ­ναι ἀ­να­γνώ­σμα­τα. Αὐ­τό δέν πρέ­πει νά τό ξε­χνοῦν οἱ ἱ­ε­ρο­ψάλ­τες μας. Καί βέ­βαι­α πρίν τά δι­α­βά­σουν νά εἶ­ναι ἄ­ρι­στα προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι.
Θε­ω­ροῦ­με ἐν­τε­λῶς πε­ριτ­τή τήν ἀ­να­φο­ρά σέ μιά πι­θα­νή με­τά­φρα­ση τῶν ὑ­μνο­γρα­φι­κῶν κει­μέ­νων. Αὐ­τά εἶ­ναι ποι­ή­μα­τα, μέ­σα στά ὁ­ποῖ­α συμ­πλέ­κον­ται μέ­λος, δύ­σκο­λη με­τρι­κή καί ὑ­ψη­λή δογ­μα­τι­κή θε­ο­λο­γί­α τῆς ὁ­ποί­ας ἡ ἀ­κρί­βεια θά κιν­δυ­νεύ­σει μέ τή με­τά­φρα­ση νά δι­α­κυ­βευ­θεῖ. Ἐ­δῶ δέν νο­μί­ζου­με πώς μπο­ρεῖ κἄν νά τε­θεῖ θέ­μα συ­ζη­τή­σε­ως.
Δέν ἀ­πο­τε­λεῖ, ἐ­ξάλ­λου, ἀ­ξι­ό­πι­στο ἐ­πι­χεί­ρη­μα τό γε­γο­νός ὅ­τι οἱ ἴ­διοι οἱ Ἕλ­λη­νες με­τέ­φρα­σαν κά­πο­τε στή σλα­βι­κή τά ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά κεί­με­να καί τά με­τα­φρά­ζουν καί σή­με­ρα στίς γλῶσ­σες τῶν λα­ῶν με­τα­ξύ τῶν ὁ­ποί­ων δρα­στη­ρι­ο­ποι­οῦν­ται ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κά. Γιά τούς λα­ούς αὐ­τούς ἡ ἑλ­λη­νι­κή ἦ­ταν καί εἶ­ναι μιά ξέ­νη γλώσ­σα. Γιά μᾶς προ­φα­νῶς καί δέν εἶ­ναι!
Ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς, ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της καί ὅ­λοι οἱ ἄλ­λοι ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες τῶν ὑ­στε­ρο­βυ­ζαν­τι­νῶν χρό­νων κα­θώς καί τῶν ὕ­στε­ρων χρό­νων τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας δέν με­τέ­φρα­σαν τά ἱ­ε­ρά κεί­με­να γιά λα­τρευ­τι­κή χρή­ση - ἄν καί θά τούς ἦ­ταν εὔ­κο­λο - κι ἄς ἦ­ταν καί τό­τε δυσ­νό­η­τα γιά τούς πολ­λούς. Μό­νον τά ἑρ­μή­νευ­σαν. Καί οἱ ἑρ­μη­νεῖ­ες τους εἶ­ναι πο­λύ­τι­μες καί αὐ­θεν­τι­κές.
Τά λει­τουρ­γι­κά, ἀλ­λά καί ἄλ­λα κεί­με­να πού ἀ­να­γι­νώ­σκον­ται συ­χνά στήν Ἐκ­κλη­σί­α, οἱ τα­κτι­κά ἐκ­κλη­σι­α­ζό­με­νοι ἄν­θρω­ποι, κι ὅ­ταν ἀ­κό­μη εἶ­ναι ὀ­λι­γο­γράμ­μα­τοι, δέν ἀ­δυ­να­τοῦν νά τά κα­τα­νο­ή­σουν. Ἡ ἐ­πα­νά­λη­ψή τους καί ὁ συν­δυα­σμός τους μέ ἄλ­λα πα­ρεμ­φε­ρῆ ἀ­κού­σμα­τα τούς βο­η­θοῦν νά συλ­λά­βουν τό γε­νι­κό νό­η­μα. (Ἔ­τσι δέν συμ­βαί­νει κι ὅ­ταν κά­ποι­ος γλωσ­σο­μα­θής δι­α­βά­ζει ἕ­να ξε­νό­γλωσ­σο κεί­με­νο δυ­σκο­λώ­τε­ρο ἀ­πό τίς δυ­να­τό­τη­τές του;) Οἱ μο­να­χοί μά­λι­στα καί οἱ φω­τι­σμέ­νοι ἄν­θρω­ποι εἶ­ναι πο­λύ συ­χνά σέ θέ­ση νά ἐμ­βα­θύ­νουν καί σέ δύ­σκο­λα νο­ή­μα­τά τους, κι ἄς μήν εἶ­ναι ἐγ­γράμ­μα­τοι, κά­τι πού εἶ­ναι δύ­σκο­λο σέ μή ἐκ­κλη­σι­α­ζό­με­νους μορ­φω­μέ­νους. Ὅ­ποι­ος ἀμ­φι­βάλ­λει πε­ρί αὐ­τοῦ, μπο­ρεῖ νά κά­νει μια μι­κρή σχε­τι­κή ἔ­ρευ­να.
Οἱ ἱ­ε­ρεῖς μπο­ροῦν νά βε­βαι­ώ­σουν ὅ­τι κα­τά τίς ἱ­ε­ρο­πρα­ξί­ες εὐ­σε­βεῖς ἄν­θρω­ποι ὀ­λί­γων γραμ­μά­των δι­α­βά­ζουν τούς ἀ­πο­στό­λους καί κα­τα­νο­οῦν τά ἄλ­λα ἀ­να­γνώ­σμα­τα πο­λύ κα­λύ­τε­ρα ἀ­πό τούς πο­λύ μορ­φω­μέ­νους οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν ἐκ­κλη­σι­ά­ζον­ται καί γι­’­αὐ­τό τούς λεί­πει ἡ ἐ­ξοι­κεί­ω­ση καί ἡ σχε­τι­κή ἐν τῇ πρά­ξει παι­δεί­α. Ὅ­λοι ἐ­πί­σης γνω­ρί­ζου­με πώς τά νή­πια καί τά βρέ­φη πού οἱ εὐ­λα­βεῖς γο­νεῖς τους τά παίρ­νουν μα­ζί τους κά­θε Κυ­ρια­κή στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­πο­λαμ­βά­νουν φρό­νι­μα καί μέ συ­ναί­σθη­ση τή θεί­α λει­τουρ­γί­α.
Ἡ θεί­α λει­τουρ­γί­α δέν εἶ­ναι ἁ­πλά καί μό­νο μιά τε­λε­τή στήν ὁ­ποί­α πα­ρι­στά­με­θα καί προ­σπα­θοῦ­με λο­γι­κῶς νά κα­τα­νο­ή­σου­με. Εἶ­ναι πε­ρι­ο­χή μυ­στη­ρί­ου τό ὁ­ποῖ­ο χά­ρι­τι Θε­οῦ βι­ώ­νου­με. Ἔ­χου­με συ­νη­θί­σει οἱ Ἕλ­λη­νες τή γλώσ­σα της καί μᾶς ἀ­ρέ­σει καί μᾶς ἀ­νε­βά­ζει πνευ­μα­τι­κά. Τή θε­ω­ροῦ­με κά­πως καί τήν αἰ­σθα­νό­μα­στε ὡς ἀ­να­πό­σπα­στο μέ­ρος τῆς λα­τρεί­ας τοῦ ζῶν­τος Θε­οῦ. Καί στό κά­τω κά­τω ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μέ τή λα­τρεί­α της εἶ­ναι ὁ μό­νος θε­σμός πού συ­νε­χί­ζει ἀ­κό­μη νά μᾶς δι­δά­σκει τίς δι­α­χρο­νι­κές μορ­φές τῆς γλώσ­σας μας μέ τρό­πο φυ­σι­κό καί ἀ­βί­α­στο και εὔ­λη­πτο. Θά μπο­ρού­σα­με νά ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γή­σου­με ἐ­π’ αὐ­τοῦ, ἀλ­λά δέν εἶ­ναι τοῦ πα­ρόν­τος. Ἄς μή τή σχε­τι­κο­ποι­οῦν οἱ δι­α­φω­νοῦν­τες οὔ­τε ὑ­περ­βο­λι­κά νά ὑ­πο­τι­μοῦν τήν ἀ­ξί­α της οὔ­τε νά τήν εὐ­τε­λί­ζουν. Θά εἶ­ναι πάν­το­τε πρω­ταρ­χι­κό στοι­χεῖ­ο ὄ­χι μό­νο τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ μας ἀλ­λά καί τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ ὅ­λων τῶν χρι­στι­α­νι­κῶν λα­ῶν. Μνη­μεῖ­ο, ἐν τέ­λει, ὅ­λης τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος! Ἄς μᾶς ἀ­φή­σουν, ἐ­πί τέ­λους, νά τή χαι­ρό­μα­στε.
Ἔ­χου­με, γιά νά τό ποῦ­με ἀ­πε­ρί­φρα­στα, τήν αἴ­σθη­ση πώς αὐ­τοί πού μέ πά­θος καί ἔ­παρ­ση ὑ­πο­στη­ρί­ζουν τόν μο­νό­δρο­μο τῆς με­τά­φρα­σης τῶν ἱ­ε­ρῶν κει­μέ­νων ἀ­κο­λου­θοῦν τή λο­γι­κή ἐ­κεί­νων πού κα­τήρ­γη­σαν ἐν μιᾷ νυ­κτί τό πο­λυ­το­νι­κό, ἀ­σκών­τας τό­τε ἕ­να δη­μό­σιο καί βί­αι­ο ἐ­ξα­ναγ­κα­σμό, πού κα­τήρ­γη­σε μιά ἱ­στο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση αἰ­ώ­νων, κα­θώς καί ἐ­κεί­νων πού κά­πο­τε κα­μά­ρω­σαν πώς «ἔ­θα­ψαν» τήν κα­θα­ρεύ­ου­σα - ὡς δυ­να­τό­τη­τα δι­δα­σκα­λί­ας - «θά­βον­τας» μα­ζί της κι ἕ­να θη­σαυ­ρο­φυ­λά­κιο λο­γο­τε­χνί­ας καί ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς γνώ­σης. Εἶ­ναι κρί­μα πού στή δι­δα­κτι­κή πρά­ξη ὁ­δεύ­ουν πρός κα­τάρ­γη­ση ὁ Κάλ­βος, ὁ Βι­ζυ­η­νός, ὁ γλυ­κύ­τα­τος Ἀ­λέ­ξαν­δρος Πα­πα­δι­α­μάν­της. Θά ἦ­ταν κρί­μα μας με­γα­λύ­τε­ρο ἄν ὑ­περ­φί­α­λοι ἐ­ξο­βε­λί­ζα­με ἀ­πό τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή καί τήν ἐ­θνι­κή μας ζω­ή τούς ἁ­γί­ους Ἰ­ω­άν­νη τόν Χρυ­σό­στο­μο, Βα­σί­λει­ο τόν Μέ­γα, Ἰ­ω­άν­νη τόν Δα­μα­σκη­νό, Ρω­μα­νό τόν Με­λω­δό, Κο­σμᾶ τόν Με­λω­δό, Ἀν­δρέ­α τόν Κρή­της, Κασ­σια­νή τήν ὁ­σί­α καί τό­σους ἄλ­λους κο­ρυ­φαί­ους δη­μι­ουρ­γούς μας, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­πο­τε­λοῦν πνευ­μα­τι­κά ἀ­να­στή­μα­τα τοῦ παγ­κό­σμιου πο­λι­τι­σμοῦ. Θά ἦ­ταν σάν νά ἀ­πεμ­πο­λού­σα­με οἱ Νε­ο­έλ­λη­νες τόν ἑ­αυ­τό μας.
Θε­ω­ροῦ­με πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό βέ­βαι­ο πώς ἄν γί­νει τό λά­θος καί τε­θεῖ ἐ­πι­σή­μως ἕ­να τέ­τοι­ο θέ­μα πρός δι­ά­λο­γο, θά μπεῖ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α σ’ ἕ­να φαῦ­λο κύ­κλο ἀ­τέρ­μο­νων συ­ζη­τή­σε­ων, προ­τά­σε­ων, πει­ρα­μα­τι­σμῶν, δι­α­φω­νι­ῶν καί ἀν­τεγ­κλή­σε­ων καί θά προ­κύ­ψουν πολ­λά, ἴ­σως και τε­λεί­ως ἀ­πρό­βλε­πτα προ­βλή­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α δέν θά θέ­λα­με οὔ­τε νά φαν­τα­σθοῦ­με. Θά πρέ­πει νά ἀ­να­λο­γι­σθεῖ ὁ κα­θέ­νας πο­λύ σο­βα­ρά τίς προ­σω­πι­κές του εὐ­θύ­νες γιά τήν ἀ­πώ­λεια τῆς εἰ­ρή­νης τῶν ψυ­χῶν καί τόν σκαν­δα­λι­σμό και τή δι­αί­ρε­ση τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Πι­στεύ­ου­με ὅ­τι ἡ Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δος, τῆς ὁ­ποί­ας ἡ ἁρ­μο­δι­ό­τη­τα εὐ­θέ­ως τί­θε­ται ὑ­πό ἀμ­φι­σβή­τη­ση ἀ­πό ὡ­ρι­σμέ­νους ὑ­πέρ­μα­χους τῆς ἀλ­λα­γῆς, δέν θά ὑ­πο­κύ­ψει στίς πι­έ­σεις οἱ ὁ­ποῖ­ες τῆς ἀ­σκοῦν­ται.
Ἄς συ­νε­χί­σου­με νά ἐρ­γα­ζό­μα­στε ὅ­λοι μα­ζί, μη­δε­νός ἐ­ξαι­ρου­μέ­νου, γιά τήν κα­λύ­τε­ρη κα­τα­νό­η­ση τῶν κει­μέ­νων τῆς λα­τρεί­ας ἀ­πό ὅ­λους τους πι­στούς. Τό ἐγ­χεί­ρη­μα δέν εἶ­ναι εὔ­κο­λο, ἀλ­λά ἀ­πο­τε­λεῖ χρέ­ος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὁ Κύ­ριος θά βο­η­θή­σει πλού­σια. Ὅ­ταν πο­νᾶ­νε τά μά­τια μας, δέν τά βγά­ζου­με. Πα­σχί­ζου­με νά τά θε­ρα­πεύ­σου­με. Ἄς ἀ­γα­πή­σου­με σάν τά μά­τια μας τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας γλωσ­σι­κή πα­ρά­δο­ση. Ὁ ἀ­σκός τοῦ Αἰ­ό­λου ἀ­νοί­γει εὔ­κο­λα. Τό πρό­βλη­μα εἶ­ναι πώς δύ­σκο­λα κλεί­νει.

thriskeftika
klision

Δεν υπάρχουν σχόλια: